Από τους New York Times (via Το Βήμα)
Του Paul Krugman
Πριν από την οικονομική κρίση, συχνά έδινα διαλέξεις στις οποίες συζητούσα για την αυξανόμενη ανισότητα, υποστηρίζοντας ότι η συγκέντρωση του πλούτου προς τα πάνω είχε φθάσει σε επίπεδα που δεν είχαμε ξαναδεί από το 1929. Συχνά κάποιος από το ακροατήριο θα ρωτούσε αν αυτό σήμαινε ότι επέρχεται ακόμη μία Μεγάλη Ύφεση.
Πού να το φανταζόμασταν... Άραγε η αύξηση του 1% (ή, καλύτερα του 0,01%) προκάλεσε τη Μικρότερη Μεγάλη Ύφεση που τώρα βιώνουμε; Πιθανώς συνέβαλε. Αλλά το πιο σημαντικό ζήτημα είναι ότι η ανισότητα είναι από τους κυριότερους λόγους που η οικονομία βρίσκεται σε αυτό το σημείο και η ανεργία είναι τόσο υψηλή.
Γιατί έχουμε αντιδράσει στην κρίση με έναν συνδυασμό παράλυσης και σύγχυσης – και τα δύο συνδέονται με τα παραμορφωτικά αποτελέσματα του μεγάλου πλούτου στην κοινωνία μας. Ας το πούμε και έτσι: Αν αυτή η οικονομική κρίση είχε συμβεί, για παράδειγμα, το 1971 – τη χρονιά που ο Ρίτσαρντ Νίξον διακήρυσσε «Είμαι τώρα Κεϋνσιανιστής στην οικονομική πολιτική» – η Ουάσιγκτον θα είχε πιθανώς αντιδράσει αρκετά αποτελεσματικά.
Θα υπήρχε ισχυρή διακομματική συναίνεση για δράση και επίσης θα υπήρχε συμφωνία για το τι είδους δράση απαιτείται. Αλλά αυτό ήταν τότε. Σήμερα η Ουάσιγκτον χαρακτηρίζεται από έναν συνδυασμό πικρού κομματισμού και διανοητικής σύγχυσης – και τα δύο είναι, θα έλεγα, το αποτέλεσμα της ακραίας εισοδηματικής ανισότητας.
Όσον αφορά τον κομματισμό: οι ακαδημαϊκοί Τόμας Μαν και Νόρμαν Όρνσταϊν προκάλεσαν αίσθηση με ένα νέο βιβλίο που αναγνωρίζει μία αλήθεια, που μέχρι τώρα κανείς δεν ανέφερε στους πολιτικούς κύκλους. Λένε ότι η πολιτική μας δυσλειτουργία οφείλεται κυρίως στη μεταμόρφωση του Ρεπουμπλικανικού κόμματος σε μία εξτρεμιστική δύναμη που «απορρίπτει τη νομιμότητα της πολιτικής αντιπολίτευσης».
Δεν μπορείς να επιτύχεις συνεργασία που θα εξυπηρετεί το εθνικό συμφέρον όταν η μία πλευρά δεν διαχωρίζει το εθνικό συμφέρον από τον δικό της κομματικό θρίαμβο. Πώς λοιπόν συνέβη αυτό; Τον τελευταίο αιώνα η πολιτική πόλωση ακολουθεί την εισοδηματική ανισότητα και υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι υπάρχει μία αιτιώδης συνάφεια μεταξύ τους.
Συγκεκριμένα τα χρήματα αγοράζουν εξουσία και ο αυξανόμενος πλούτος μίας μικρής μειοψηφίας έχει αποτελεσματικά εξαγοράσει την πίστη και την υποταγή ενός εκ των δύο μεγάλων κομμάτων, καταστρέφοντας στην πορεία κάθε προοπτική συνεργασίας. Και η εξαγορά του μισού πολιτικού μας φάσματος από το 0,01% είναι, θα έλεγα, επίσης υπεύθυνη για την υποβάθμιση της οικονομικής μας πορείας, γεγονός που καθιστά οποιαδήποτε λογική συζήτηση για το τί πρέπει να γίνει αδύνατη.
Οι διαφωνίες στα οικονομικά δεσμεύονταν από μία κοινή κατανόηση των στοιχείων, που δημιουργούσε ένα ευρύ φάσμα συμφωνίας για την οικονομική πολιτική. Τώρα το Ρεπουμπλικανικό κόμμα κυριαρχείται από δόγματα που άλλοτε βρίσκονταν στις πολιτικές παρυφές.
Ο Ν. Γκρέγκορι Μάκιου του πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, οικονομικός σύμβουλος του Μιτ Ρόμνι, κάποτε χαρακτήρισε όσους υποστήριζαν ότι οι φοροαπαλλαγές είναι πολλαπλάσια ανταποδοτικές «τσαρλατάνους και τρελούς».
Σήμερα αυτή η αντίληψη είναι πολύ κοντά στο να γίνει το επίσημο ρεπουμπλικανικό δόγμα. Πολλοί ειδικοί υποστηρίζουν ότι η αμερικανική οικονομία έχει πολλά δομικά προβλήματα που θα αποτρέψουν οποιαδήποτε γρήγορη ανάκαμψη. Όλα τα στοιχεία, ωστόσο, δείχνουν σε μία απλή έλλειψη ζήτησης, η οποία θα μπορούσε και θα έπρεπε να θεραπευθεί πολύ γρήγορα μέσω ενός συνδυασμού δημοσιονομικής και νομισματικής τόνωσης.
Όχι, το πραγματικό πρόβλημα εντοπίζεται στο πολιτικό μας σύστημα, το οποίο έχει παραμορφωθεί και παραλύσει από την ισχύ μίας μικρής, πλούσιας μειοψηφίας. Και το κλειδί της οικονομικής ανάκαμψης είναι να βρούμε έναν τρόπο να υπερβούμε την επιζήμια επιρροή αυτής της μειοψηφίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου