Από Το Ποντίκι 24.5.2012
Ό,τι
κι αν πιστεύει κανείς σε πολιτικό επίπεδο, όποιο όραμα κι αν έχει για τη χώρα
του, το βέβαιο είναι ότι η Ελλάδα της επόμενης ημέρας θα πρέπει να βρεθεί σε
θέση να διαμορφώσει παράγοντες ανάπτυξης. Και με τον τρόπο αυτόν να κινήσει
την οικονομία, που σήμερα βρίσκεται πολύ κοντά στο να παρασυρθεί από το λεγόμενο
σπιράλ του θανάτου.
Για
να υπάρξει ανάπτυξη, θα πρέπει η κυβέρνηση που θα προκύψει μετά τις εκλογές
του Ιουνίου, να έχει ολοκληρωμένη ατζέντα.
Να γνωρίζει τι και πώς θα διαπραγματευτεί σε σχέση με το
μνημόνιο, να έχει παραμετροποιήσει τα αποτελέσματα της διαπραγμάτευσης αυτής και κυρίως να
βάλει μπροστά από τον λαό τις θέσεις της για μια ανάπτυξη με γρήγορη
ανταποδοτικότητα.
Αλλιώς
ο ταχύς ρυθμός της κατάρρευσης θα ξεπεράσει την όποια αναπτυξιακή προσπάθεια
και θα ρίξει πάλι την Ελλάδα στο πηγάδι της ύφεσης, όπως άλλωστε προβλέπουν οι περισσότεροι νομπελίστες
οικονομολόγοι. Αυτοί δηλαδή οι οποίοι εκτιμούν ότι το μέλλον της χώρας μας
βρίσκεται κάπου μεταξύ Βουλγαρίας και Ταϊλάνδης.
Όποια
πολιτική δύναμη θέλει λοιπόν να διεκδικήσει ένα διαφορετικό μέλλον για τους
Έλληνες, θα πρέπει να διαμορφώσει μια
δική της ατζέντα στηριγμένη όχι σε αυτό που παλιότερα λέγαμε «βιώσιμη
ανάπτυξη», αλλά σε αυτό που τα επόμενα χρόνια θα λέμε «ανάπτυξη επιβίωσης».
Πριν
προχωρήσουμε με τα βασικά, ας ρίξουμε μια ματιά στο διεθνές περιβάλλον. Το
βασικό συμπέρασμα της Συνόδου Κορυφής των G8 στο Καμπ Ντέιβιντ για την Ελλάδα
συνοψίζεται στη δήλωση της Άνγκελα
Μέρκελ πως είναι ανάγκη η χώρα μας να παραμείνει στην ευρωζώνη.
Με
την απαραίτητη όμως υπενθύμιση πως και οι 8 ισχυροί επιθυμούν να παραμείνει η
Ελλάδα τμήμα της ευρωζώνης υπό την προϋπόθεση
όμως ότι θα εκπληρώσει όλες τις δεσμεύσεις που απορρέουν από το μνημόνιο. Γίνεται δηλαδή ξεκάθαρο πως
η Γερμανία – παρά τις... φιλότιμες προσπάθειες του Φρανσουά Ολάντ – έχει τον
πλήρη έλεγχο των κινήσεων. Η τακτική της παραμένει αμετάβλητη και σταδιακά
γίνεται και η θέση των άλλων χωρών.
Πού
είναι το πρόβλημα; Πως με τη γερμανική
στρατηγική, ύστερα από τρία και πλέον χρόνια κρίσης, το θέμα
της ανάπτυξης περιορίζεται σε επίπεδο ευχολογίων και δηλώσεις προθέσεων.
Θα
πρέπει να συνεκτιμηθεί επίσης πως ο νέος Γάλλος πρόεδρος δεν κατάφερε να συμπεριληφθεί στο
τελικό κείμενο αναφορά για την ανάπτυξη, όπως ακριβώς σας λέγαμε από το «Π»
την περασμένη εβδομάδα: όταν ο Ολάντ θα χρειαστεί να επιλέξει, θα προτιμήσει
την παρέα των ισχυρών, παρά τη φιλία των αδύνατων.
Και
ακριβώς για τον ίδιο λόγο, δεν έγινε κουβέντα ούτε για το ευρωομόλογο, αλλά
ούτε και για το ενδεχόμενο απευθείας δανεισμού των χωρών από την ΕΚΤ.
Γερμανική… ανάπτυξη
Κατά
συνέπεια, όταν αναφερόμαστε στην προοπτική ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας
θα πρέπει να δεχτούμε πως κάτι τέτοιο θα μπορεί να γίνει μόνο με τους όρους και
τις προδιαγραφές που θέτει το Βερολίνο.
Δηλαδή με όρους που θα διασφαλίζουν ότι η Ευρώπη θα παραμείνει
μια τεράστια αγορά ζήτησης για τα γερμανικά προϊόντα.
Είτε
δέχεται κανείς τις γερμανικές προϋποθέσεις είτε όχι, το μόνο βέβαιο είναι ότι
δεν μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη χωρίς ένα ισχυρό τραπεζικό σύστημα. Εκ των ων ουκ άνευ, λοιπόν,
προϋπόθεση η ανασυγκρότηση του τραπεζικού συστήματος. Κατ' αρχάς θα πρέπει σε
πρώτη φάση να μπορέσει να σταθεί και πάλι στα... πόδια του (κάτι που σήμερα
αμφισβητείται), ώστε σε δεύτερο χρόνο να μπορέσει να λειτουργήσει σαν μοχλός
επιχειρηματικής χρηματοδότησης.
Πρώτα
απ' όλα, την ανάγκη της χρηματοδότησης έχουν οι υγιείς επιχειρήσεις, που λόγω
της υποβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας δανείζονται και
χρηματοδοτούνται (για 2ο ή 3ο συνεχόμενο χρόνο) με κόστος κατά πολύ
ακριβότερο απ' ό,τι οι ξένοι ανταγωνιστές τους. Κάπως έτσι λοιπόν χάνεται η
ανταγωνιστικότητα στην οποία επιμένουν οι Γερμανοί (από τα γραφεία τους στο
Βερολίνο) και όχι απαραίτητα επειδή οι Έλληνες εργάζονται λιγότερο από τους
άλλους Ευρωπαίους.
Σε
κάθε περίπτωση, το υψηλό κόστος χρηματοδότησης ή χρήματος σημαίνει απώλεια
μεριδίων για τις εξωστρεφείς επιχειρήσεις σε πολλές αγορές του εξωτερικού.
Υπολογίζεται πως κατά μέσο όρο μία υγιής ελληνική επιχείρηση (όπως, λ.χ., οι
λεγόμενες ελληνικές πολυεθνικές Τιτάν,
ΒΙΟΧΑΛΚΟ, Μυτιληναίος, Motor Oil κ.ά.) έχει τουλάχιστον δύο
μονάδες ακριβότερο κόστος χρήματος.
Η
κατάσταση είναι πολύ χειρότερη για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και ακόμη
περισσότερο αρνητική για εταιρείες με αρνητικές ροές και ίδια κεφάλαια που
πλέον δεν μπορούν να έχουν πρόσβαση σε χρήμα, υπό οποιαδήποτε μορφή.
Εάν
υποθέσουμε πως η ανακεφαλαιοποίηση ολοκληρώνεται απρόσκοπτα έως το τέλος του
2012, θα πρέπει να περιμένουμε αναστροφή της τάσης για αυτές τις επιχειρήσεις
στο πρώτο τρίμηνο του 2013. Και αυτό, όμως, στην καλύτερη περίπτωση.
«Το τέλος της αρχής»
Και
κάπου εκεί θα πρέπει να προσδιοριστεί το κομβικό σημείο για μια αναστροφή του
κλίματος. Δηλαδή για «το τέλος της αρχής», που έλεγε και ο Τσώρτσιλ το 1942
μετά τον θρίαμβο των Συμμάχων στο Ελ Αλαμέιν. Το ερώτημα είναι, αν για εμάς θα
έχει προηγηθεί ένας άθλος, όπως αυτός του πολέμου στη Βόρεια Αφρική ή απλώς σαν
γνήσιοι Έλληνες θα περιμένουμε πάλι τους ξένους να μας σώσουν.
Εάν
το εκλογικό αποτέλεσμα δεν οδηγεί σε εκτός ελέγχου εξελίξεις, δύο ενδεχόμενα θεωρούνται ως πιθανά:
Πρώτον: Οι δανειστές
επικροτούν τη νέα κυβέρνηση και με τον τρόπο αυτόν (με τη βούλα των ξένων δηλαδή)
σταδιακά αρχίζει η αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της χώρας από τους
εκτιμητικούς οίκους (Fitch, S&P κ.λπ.). Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι
θα ξεμπλοκάρουν κεφάλαια από το πακέτο δανεισμού – για παράδειγμα εκείνο το
ένα δισ. που παρακράτησαν οι δανειστές από την περίφημη δόση των 5,8 δισ. ευρώ
λόγω της… μη συμμόρφωσης προς τας υποδείξεις.
Στο
παιχνίδι, παράλληλα, μπορεί να μπει και η EBRD – η Ευρωπαϊκή Τράπεζα
Ανασυγκρότησης & Ανάπτυξης. Έτσι εκκινείται η διαδικασία ενεργοποίησης
των... περιβόητων κονδυλίων του ΕΣΠΑ και υπό προϋποθέσεις τοποθετούνται τα
πρώτα κεφάλαια στο ελληνικό χρηματιστήριο. Σε αυτό το ενδεχόμενο ο πυθμένας
της οικονομίας – και του Χ.Α. – θα πρέπει να υπολογίζεται πως θα έχει
καταγραφεί το αργότερο μέχρι τα τέλη Αυγούστου. Κρίσιμη παράμετρος είναι η
τουριστική κίνηση.
Δεύτερον: Η κατάσταση
περιπλέκεται ακόμη περισσότερο, καθώς τα φορολογικά και τα λοιπά έσοδα του
κράτους εκτροχιάζονται ενώ η ύφεση περνά το 6% για φέτος. Μακάρι να μην
επαληθευτεί ένα τέτοιο καταστροφικό σενάριο, μια και έτσι η όποια προσπάθεια
ανάπτυξης θα χρειαστεί να καθυστερήσει τουλάχιστον για έναν ακόμη χρόνο.
Η προοπτική μιας αναπτυξιακής αναστροφής
Με
αυτά τα δεδομένα, και την επίλυση του προβλήματος των τραπεζών κεντρική
προϋπόθεση, ας δούμε τι είναι αυτό που μπορεί να φέρει γρήγορη ανάπτυξη στη
χώρα:
Σύμφωνα
με σχετική μελέτη του ΙΟΒΕ, η
προοπτική μίας αναπτυξιακής αναστροφής θα μπορούσε να στηριχθεί στο υψηλό
περιθώριο μόχλευσης, λ.χ., των δημόσιων επενδύσεων. Κυρίως της επανεκκίνησης
ενός - δύο συγχρηματοδοτούμενων μεγάλων οδικών αξόνων.
Ο
Λουκάς Παπαδήμος είχε εκτιμήσει πως, εάν «έπεφτε» στον συγκεκριμένο τομέα γύρω
στο ένα δισ. ευρώ, θα μπορούσε να παραχθεί μόχλευση έως 3 ή 4 φορές παραπάνω. Δηλαδή από την
αξιοποίηση των παράπλευρων και συμπληρωματικών δραστηριοτήτων στα συναφή
επαγγέλματα, όπως τα υλικά υποδομών κ.λπ.
Εξίσου
«ζωογόνος» θεωρείται και η ενδεχόμενη σταδιακή αποπληρωμή των οφειλών και διαφόρων υποχρεώσεων του
Δημοσίου προς την πραγματική οικονομία προς την οποία οφείλει περί τα 6,5-6,8
δισ. ευρώ (μέχρι και τον Απρίλιο). Η εξόφληση των «δεδουλευμένων» προς τους
κλάδους αυτούς θα μπορούσε να διαμορφώσει άλλη μια παράμετρο ανάπτυξης, σε μια
χώρα που πραγματικά έχει παγώσει.
Σε
επίπεδο πραγματικής οικονομίας, τώρα, οι δανειστές, κυρίως οι Γερμανοί,
έχουν... στοχοθετήσει κυρίως 2-3 τομείς: ενέργεια,
τουρισμό & μεταφορές, αλλά και δημιουργία Ζωνών Ειδικού Σκοπού. Με
την αποτίμηση της ΔΕΗ να έχει συρρικνωθεί στα 400 εκατ. ευρώ μάς δίνεται μία
τάξη μεγέθους για τα επίπεδα (και τα κόστη) που πιθανόν να κλειστούν ορισμένες
συμφωνίες. Ιδιαίτερα
για μια επιχείρηση εθνικού σκοπού που κάποτε δεν συζητείτο κάτω από τα 10 δισ.
Δεδομένου
ότι το μεγαλύτερο μέρος των συμμετοχών του Δημοσίου σε επιχειρήσεις και φορείς
έχει μεταβιβαστεί ήδη στο Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου,
προεξοφλείται ότι το ΤΑΙΠΕΔ θα
λειτουργήσει περίπου όπως η Treuhand την περίοδο μεταβίβασης παγίων /
περιουσιακών στοιχείων της Ανατολικής στη νέα ενιαία Γερμανία.
Σημειωτέον
πως ό,τι έχει περιέλθει στο ΤΑΙΠΕΔ είναι εν δυνάμει απαιτητό – κατά
προτεραιότητα – από τους δανειστές, με το ελληνικό Δημόσιο να μην έχει πλέον
κυριότητα. Κατά την εκτίμησή μας, το
παιχνίδι των Γερμανών θα γίνει μέσω του ΤΑΙΠΕΔ, με ό,τι αυτό θα
συνεπάγεται. Για τις Ειδικές Ζώνες το Βερολίνο πράγματι έχει εκδηλώσει το
ενδιαφέρον του για τη δημιουργία μίας ΖΕΣ στην ευαίσθητη περιοχή της Θράκης.
Για την ώρα, το θέμα δεν έχει αναδειχθεί όπως πρέπει από κανένα πολιτικό κόμμα.
Συμπερασματικά,
η ανάπτυξη – εάν έρθει – θα υλοποιηθεί με τους όρους των δανειστών και θα αφορά
καταρχάς (ως προϋπόθεση) τον τραπεζικό κλάδο και ακολούθως κάποιες συμφωνίες με
ελληνικές επιχειρήσεις (που θα λειτουργούν τις περισσότερες φόρες σαν
υπεργολάβοι...) για την ενέργεια (ΑΠΕ, αέριο, αγωγούς), τις κατασκευές, τις
μεταφορές - υποδομές αλλά και τον τουρισμό.
Για
τον τελευταίο όλοι θα πρέπει να σημειώσουν και να προεξοφλήσουν μια κακή χρονιά
φέτος, κατά την οποία οι αρνητικές ειδήσεις θα φέρουν μείωση των κρατήσεων έως
και 30% και των εσόδων έως 25%.
Το συμπέρασμα: Εάν υποθέσουμε πως αυτήν τη φορά ΔΝΤ και Ε.Ε.
προβλέπουν σωστά και το 2013 σημειώνεται χαμηλή ύφεση ή οριακή ανάπτυξη (με
βάση το ΑΕΠ), θα πρέπει να υπολογίζουμε σε παραγωγή 2 με 2,5 δισ. ευρώ. Σε
όρους πραγματικής οικονομίας μπορεί να αντιστοιχεί σε ένα ποσοστό της τάξης του
10% του ΑΕΠ, στη βέλτιστη περίπτωση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου