Από τους Financial Times (via Euro2day)
Του Samuel Brittan
Υπάρχει το παλιό ρητό που λέει πως «η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη». Δεν ξέρω εάν είναι σωστό. Είναι όμως, απολύτως σαφές ότι η πολλή χρηματοδότηση – χωρίς μεταρρυθμίσεις – τρώει την παγκόσμια οικονομία.
Ας εξηγηθώ. Σχεδόν όλες οι κινήσεις και οι συζητήσεις για τις χώρες που αντιμετωπίζουν τα πιο σημαντικά προβλήματα αφορούν πακέτα χρηματοδότησης. Και εάν το πακέτο αποτύχει, τότε ετοιμάζεται ένα νέο πακέτο χρηματοδότησης. Ακόμη και σε ανεπίσημο επίπεδο, οι συζητήσεις κινούνται στο ίδιο πλαίσιο με ευφυείς προτάσεις για περισσότερες εγγυήσεις και μόχλευση.
Εν τω μεταξύ, όσοι από εμάς μεγαλώσαμε θεωρώντας ότι η διεθνής οικονομία έχει κανόνες κόστους, τιμών και συναλλαγματικών ισοτιμιών, μοιάζουμε πλέον με δεινόσαυρους.
Αυτό που λείπει από τη συζήτηση είναι ο ρόλος της προσαρμογής. Με τον όρο προσαρμογή αναφέρομαι στη διόρθωση όσων είναι λάθος εκ θεμελίων στη διεθνή θέση μίας χώρας. Εάν μία χώρα δεν μπορεί να στηρίξει την θέση της διεθνώς, θα πρέπει είτε να πουλήσει περισσότερο είτε να αγοράζει λιγότερο από τους εμπορικούς της εταίρους είτε να προσελκύσει περισσότερες μακροπρόθεσμες φυσικές επενδύσεις από αυτούς.
Για τις χώρες που βρίσκονται στην ευχάριστη θέση να είναι εκτός μίας κακώς εννοούμενης διευθέτησης, όπως είναι η ευρωζώνη, η προσαρμογή μπορεί να στηριχθεί μέσω της υποτίμησης. Οι συναλλαγματικές ισοτιμίες συχνά πρέπει να συνοδεύονται από εγχώρια λιτότητα. Το να στηριχθεί, όμως, κανείς μόνο στην λιτότητα είναι μία μορφή σαδομαζοχισμού.
Παρόλα αυτά, αυτό ακριβώς επιβάλλεται στα μέλη της περιφέρειας της ευρωζώνης, ενώ μία παρόμοια προσέγγιση εξετάζεται και για άλλες οικονομίες. Η μόνη μορφή προσαρμογής που τίθεται ως προϋπόθεση για την παροχή οικονομικής στήριξης είναι περισσότερη αυστηρή δημοσιονομική λιτότητα.
Τι κι αν το ελληνικό ΑΕΠ έχει ήδη συρρικνωθεί κατά 9% από τα επίπεδα του 2008 και η βιομηχανική της παραγωγή έχει συρρικνωθεί κατά 23%; Τι κι αν η ανεργία έχει εκτιναχθεί στο 17%; Οι διεθνείς οργανισμοί και οι πιστώτριες χώρες λένε συνεχώς στους Έλληνες ότι πρέπει να σφίξουν κι άλλο τα λουριά. Κατά συνέπεια, ξέρω πολύ καλά τι θα ψήφιζα εάν η Ελλάδα προχωρούσε σε διεξαγωγή δημοψηφίσματος.
Η εγχώρια μείωση του κόστους και των τιμών από μία χώρα που αντιμετωπίζει δυσκολίες είναι επί της αρχής εφικτή. Στην Ιρλανδία το κόστος εργασίας στον μεταποιητικό κλάδο μειώθηκε κατά 30% από το 2006 μέσω εσωτερικής υποτίμησης. Η Ιρλανδία όμως, δεν είναι Ελλάδα. Ούτε η Πορτογαλία ούτε η Ιρλανδία.
Η μεταμόρφωση της Ιρλανδίας επετεύχθη με τεράστιο κόστος. Τα τελευταία χρόνια η οικονομία της συρρικνώθηκε κατά περίπου 12%. Η ανεργία εκτινάχθηκε στο 15%. Η επιστροφή των Ιρλανδών εργατών στην πατρίδα τους κατά την περίοδο της ανάπτυξης, μετατράπηκε σε ένα νέο κύμα φυγής που θυμίζει το θλιβερό παρελθόν της χώρας.
Η χρηματοδότηση έχει νόημα στο πλαίσιο μίας λογικής οικονομικής πολιτικής. Ακόμη και η συμφωνία του Bretton Woods το 1944 παρείχε τη δυνατότητα χρηματοδότησης μίας χώρας που αντιμετωπίζει δυσκολίες. Στην περίπτωση όμως, που οι δυσκολίες αποδεικνύονται μακροχρόνιες, τότε επιβάλλεται συναλλαγματική προσαρμογή.
Ο John Maynard Keynes, σχολιάζοντας αυτή τη συμφωνία, είχε δηλώσει ότι δεν θα επιβληθούν ποτέ ξανά αποπληθωριστικές πολιτικές στις χώρες. Πόσο λάθος έκανε. Τώρα, οι εν λόγω πολιτικές επιβάλλονται ως το μόνο μέσο προσαρμογής.
Παρόλα αυτά, υπάρχει κίνδυνος αποτυχίας καθώς ο αντίκτυπος στην οικονομική ανάπτυξη επηρεάζει αντίστροφα τους εθνικούς προϋπολογισμούς. Εάν η απάντηση σε αυτές τις απογοητεύσεις είναι ακόμη περισσότερη λιτότητα, τότε κινδυνεύουμε με έναν ατέρμονο φαύλο κύκλο – μέχρις ότου αναλάβει δράση… ο λαός.
Ας επιστρέψουμε, όμως, στο θέμα των πακέτων χρηματοδότησης. Όλες οι συζητήσεις περιστρέφονται στους χρηματοοικονομικούς μηχανισμούς. Κανείς δεν ρωτά εάν αυτά τα διάφορα δάνεια θα εξαντλήσουν τους πραγματικούς πόρους των πιστωτριών χωρών. Κανείς επίσης δεν ρωτά ποιες θα είναι οι επιπτώσεις στην προσφορά χρήματος στις χώρες που εμπλέκονται.
Ας επιχειρήσω ένα απλοϊκό παράδειγμα: Ένας καταστηματάρχης λειτουργεί καταγράφοντας ζημίες. Η οικογένειά του και οι φίλοι του προσπαθούν να τον βοηθήσουν με διάφορα δάνεια. Ορισμένα ίσως να είναι εγγυημένα και από το τοπικό υποκατάστημα κάποιας τράπεζας.
Ο καταστηματάρχης όμως, δεν κάνει καμία προσπάθεια να μειώσει το κόστος του ή να βρει νέα προϊόντα που ίσως να πουλήσουν περισσότερο. Για να μειώσει τους τόκους και το κόστος δανεισμού μειώνει το ωράριο λειτουργίας και έτσι επιδεινώνει περαιτέρω τα προβλήματά του. Στο τέλος μένει χωρίς δουλειά… ίσως ακόμη και να αυτοκτονήσει.
Το παράδειγμα είναι σαφώς ατελές. Τα κράτη δεν μπορούν να αυτοκτονήσουν ούτε να μείνουν εκτός δουλειάς. Και οι καταστηματάρχες δεν μπορούν να προχωρήσουν σε υποτίμηση.
Υπάρχουν, όμως, αρκετοί παραλληλισμοί για να προβληματιστούμε. Τα προβλήματα που τίθενται επί τάπητος σε αυτό το άρθρο είναι ένα μόνο μέρος του ευρύτερου φαινόμενου στο οποίο έχω αναφερθεί στο παρελθόν: την τάση να κινεί η χρηματοοικονομική ουρά όλο τον σκύλο.
Ο Winston Churchill είχε πει πως θα ήθελε να δει τους τραπεζίτες λιγότερο αλαζόνες και τους βιομήχανους πιο ικανοποιημένους. Το είχε πει το 1925 σε επιστολή του προς τον Otto Neimeyer, ανώτατο στέλεχος του υπουργείου Οικονομικών, όταν ο ίδιος ήταν υπουργός Οικονομικών. Τηρουμένων των αναλογιών, τα λόγια του ισχύουν και στις μέρες μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου