Κυριακή 24 Ιουνίου 2012

Πετρέλαιο: Αν το χετζάρεις, μπορεί να ρεφάρεις


Από το The Banker (via Euro2day)

Του Paul Wallace

Στο τέλος Απριλίου ένα διυλιστήριο που αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες με το όνομα Trainer και έδρα κοντά στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ αγοράστηκε έναντι 150 εκατ. δολ. μέσω συμφωνίας η οποία υπό κανονικές συνθήκες θα τραβούσε ελάχιστη προσοχή. Ενώ η ίδια η εξαγορά δεν προκαλεί ενδεχομένως έκπληξη, η ταυτότητα του αγοραστή – μια θυγατρική της Delta Airlines – ήταν απρόσμενη. Η εξαγορά αυτή έκανε την Delta την πρώτη αεροπορική που αγόρασε διυλιστήριο.

Ο CEO της Delta, Richard Anderson, λέει ότι πρόκειται για «μια καινοτόμο προσέγγιση ώστε να διαχειριστούμε το μεγαλύτερό μας έξοδο» – τα καύσιμα – και ότι με τον τρόπο αυτόν η εταιρία θα μπορέσει να εξοικονομήσει 300 εκατ. δολ. από τα ετήσια έξοδα για κηροζίνη. Τα έξοδα το 2011 ανήλθαν σε 12 δισ. ευρώ ή σε περισσότερο από το 1/3 των λειτουργικών δαπανών.


Οι αναλυτές διχάστηκαν σε ό,τι αφορά τα οφέλη της συμφωνίας. Ενώ ορισμένοι επαίνεσαν την κίνηση ως διορατική κίνηση διαχείρισης του κινδύνου, άλλοι ένιωσαν ότι είναι ριψοκίνδυνο για την Delta να θεωρήσει ότι μπορεί να διοικήσει ένα διυλιστήριο τόσο καλά όσο θα το διοικούσε και μια εταιρία πετρελαίου. Το όλο θέμα δείχνει πόσο σοβαρά οι εταιρίες αντιμετωπίζουν πια την αντιστάθμιση κινδύνου της έκθεσής τους στις τιμές της ενέργειας.

Ο κ. Anderson λέει ότι η Trainer θα επιτρέψει στην Delta να αντιμετωπίσει το λεγόμενο jet crack spread, τη διαφορά δηλαδή ανάμεσα στο αργό πετρέλαιο και το διυλισμένο ορυκτό – που δεν υπάρχει τρόπος να χετζαριστεί αποτελεσματικά στην αγορά.


Τιμές... τούρμπο

Η ανάπτυξη της διαχείρισης κινδύνου στα εμπορεύματα έχει σε μεγάλο βαθμό προκληθεί από το ότι οι τιμές του πετρελαίου αυξήθηκαν πάρα πολύ την περασμένη δεκαετία. Τα πρώτα πέντε χρόνια αυτής της χιλιετίας οι τιμές του brent μετά βίας βρέθηκαν πάνω από το επίπεδο των 50 δολ. ανά βαρέλι. Ωστόσο, έφτασαν να κοστίζουν 66 δολ. ανά βαρέλι το 2006 και 98 δολ. το 2008, σύμφωνα με τη Standard Bank. Στα επόμενα δύο χρόνια υποχώρησαν, αλλά ανήλθαν ξανά στα 108 δολ. το 2011.

«Η επίγνωση της έκθεσης του εμπορευματικού κινδύνου και του τρόπου να γίνει αυτός διαχειρίσιμος από εταιρίες που καταναλώνουν πετρέλαιο αυξήθηκε σημαντικά τα τελευταία λίγα χρόνια», λέει ο Jose Cogolludo, υψηλόβαθμο στέλεχος στο τμήμα πωλήσεων εμπορευματικών παραγώγων της BNP Paribas.

Οι τιμές των εμπορευμάτων και η μεταβλητότητα αυξήθηκαν αρκετά κατά την περασμένη δεκαετία. Δέκα χρόνια πριν, το πετρέλαιο διαμορφωνόταν περί τα 10 - 20 δολ. ανά βαρέλι. Η άνοδος έκτοτε άλλαξε τη δυναμική της αγοράς. Τα εμπορεύματα έγιναν πολύ μεγαλύτερο κόστος για τις καταναλώτριες εταιρίες».

Ο Thierry Daubignard, συνεπικεφαλής στη Societe Generale, λέει ότι το πλήθος των εταιριών που θέλουν να χρησιμοποιήσουν παράγωγα εμπορευμάτων έχει αυξηθεί ανάλογα με τις τιμές του πετρελαίου. «Λίγα χρόνια πριν, όταν οι τιμές του πετρελαίου διέσπασαν την περιοχή των 70 - 80 δολ. ανά βαρέλι, όλο και περισσότεροι νεοεισερχόμενοι στην αγορά έρχονται να χετζάρουν την έκθεσή τους στις αυξανόμενες τιμές», λέει.

«Οι μικρές επιχειρήσεις ήταν παλαιότερα ικανές να ζήσουν με τη μεταβλητότητα στην τιμή του πετρελαίου. Τώρα, με τις τιμές πάνω από τα 100 δολ. ανά βαρέλι, θα πρέπει να επιδοθούν σε διαχείριση κινδύνου.


Ισχυρή ζήτηση για πετρέλαιο

Ορισμένες εταιρίες εξακολουθούν να ανησυχούν για το χρηματοοικονομικό hedging. Δεν θέλουν, με άλλα λόγια, να τοποθετηθούν σε παράγωγα για να προστατευθούν έναντι ανατιμήσεων και μετά να δουν τις τιμές να κινούνται στην αντίθετη κατεύθυνση. Ωστόσο, οι περισσότερες εταιρίες είναι πεπεισμένες για τα οφέλη να χρησιμοποιούν αντισταθμίσεις κινδύνου ως εργαλείο διαχείρισης κινδύνου.

Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο αν αναλογιστεί κανείς ότι η ζήτηση για πετρέλαιο θα μείνει σταθερή τα ερχόμενα λίγα χρόνια ακόμη και με την ευρωπαϊκή κρίση. «Καθώς η παγκόσμια ανάπτυξη είναι στο 3- 3,5%, οι τιμές του πετρελαίου πρόκειται να καταρρεύσουν», λέει ο Michael Lewis, επικεφαλής στρατηγικής του τμήματος εμπορευμάτων στην Deutsche Bank.

«Η ζήτηση είναι ακόμη σχετικά ισχυρή και η προσφορά είναι ακόμη αρκετά περιορισμένη».

Όταν κανείς μιλά για τους καταναλωτές πετρελαίου στον ιδιωτικό τομέα, πρέπει να συμπεριλάβει τις αεροπορικές εταιρίες ανάμεσα στους πιο συχνούς χρήστες των εμπορευματικών παραγώγων, καθώς λειτουργούν σε πολύ ανταγωνιστικό περιβάλλον, στο οποίο τα καύσιμα είναι το κατά πολύ μεγαλύτερο έξοδό τους. Αποτέλεσμα είναι να χρησιμοποιούν την αντιστάθμιση κινδύνου εδώ και περισσότερο από δύο δεκαετίες.

«Έως σήμερα, οι αεροπορικές αντιπροσωπεύουν ποσοστό έως 50% της δραστηριότητας χετζαρίσματος που σχετίζεται με καταναλωτές», λέει ο κ. Cogolludo. «Σε κάποιο βαθμό το επιπλέον κόστος μπορεί να μετακυλιστεί στους επιβάτες, αλλά λόγω του ισχυρού ανταγωνισμού στον κλάδο, αυτόν μπορεί να είναι επικίνδυνο».

Οι αεροπορικές δεν αναμένεται να σταματήσουν αυτόν τον τρόπο διαχείρισης κινδύνου σύντομα. Το να έχουν έκθεση σε παράγωγα μπορεί να κάνει γι' αυτές τη διαφορά ανάμεσα σε μια καλή και μια φρικτή χρονιά.

Η Virgin Atlantic είπε ότι οι αντισταθμίσεις κινδύνου ήταν ένας από τους βασικούς παράγοντες που το 2008 τη βοήθησαν να εμφανίσει κέρδη προ φόρων 69 εκατ. λίρες, όταν την ίδια χρονιά μία από τις βασικές της ανταγωνίστριες, η British Airways, έχασε 400 εκατ. λίρες.

Ακόμη και εταιρίες που συνήθως ήταν επιφυλακτικές με τα παράγωγα τώρα αγοράζουν συχνά.

● Η low cost Rynair για παράδειγμα αποκάλυψε τον Ιανουάριο ότι είχε ήδη χετζάρει το 90% των αποθεμάτων της σε καύσιμο για το πρώτο τρίμηνο του 2013.

● Η δε Delta, η οποία πέρσι αναγνωρίζει ότι διέσωσε 400 εκατ. δολ. από το hedging, λέει ότι η εξαγορά της Trainer θα συμπληρώσει και δεν θα αντικαταστήσει τις αγορές που έκανε σε παράγωγα.

«Η εξαγορά της Trainer δεν θα περιορίσει το ενδιαφέρον μας για αντιστάθμιση κινδύνου αργού πετρελαίου – πράγματι το να παράγουμε 52.000 βαρέλια καυσίμου για αεροσκάφη ημερησίως θα μας επιτρέψει να έχουμε μεγαλύτερη ορατότητα σχετικά με την αγορά των καυσίμων αυτών και την τιμολόγησή της» είπε στο The Banker εκπρόσωπος τύπου της εταιρίας.

«Το να είμαστε παραγωγοί οι ίδιοι θα μας κάνει αποτελεσματικότερους και στην αντιστάθμιση του κινδύνου», πρόσθεσε.


Κολλημένοι με τα απλά

Υπάρχει όμως ένας μεγαλύτερος αριθμός άλλων τύπων εταιριών οι οποίες χρησιμοποιούν εμπορευματικά παράγωγα, αν και σε μικρότερη έκταση σε σχέση με τις αεροπορικές εταιρίες.

Οι όμιλοι μεταφορών και οι βιομηχανίες είναι ορισμένοι από τις βασικότερες τέτοιες εταιρίες. Στελέχη τραπεζών λένε πως ακόμη και πελάτες με έμμεση έκθεση στην αγορά πετρελαίου τους προσεγγίζουν με σκοπό να ενημερωθούν για τρόπους με τους οποίους μπορούν να αντισταθμίσουν τον κίνδυνο.

Επί παραδείγματι, ορισμένοι κατασκευαστές οδικών έργων χρησιμοποιούν παράγωγα για να μετριάσουν τις επιπτώσεις που ίσως έχει η άνοδος της τιμής της ασφάλτου, η οποία προκύπτει από την επεξεργασία συγκεκριμένων τύπων αργού πετρελαίου.

Οι περισσότερες από τις εταιρίες μεγάλης κεφαλαιοποίησης σε Ευρώπη και ΗΠΑ που στράφηκαν στο χετζάρισμα εμπορευματικών κινδύνων τα τελευταία χρόνια βοηθήθηκαν από το γεγονός ότι επί μακρόν έκαναν αντιστάθμιση κινδύνου μέσω επιτοκίων και ξένου συναλλάγματος. Αυτό τους επέτρεψε να κατανοήσουν γρήγορα τι συμβαίνει και με τα εμπορεύματα.

Ο κ. Cogolludo επισημαίνει πως καθώς ωριμάζουν οι στρατηγικές διαχείρισης κινδύνου εντός των εταιριών αρκετοί μεταφέρουν την ευθύνη για την αντιστάθμιση κινδύνου στα εμπορεύματα από τα τμήματα εφοδιασμού καυσίμων στο λογιστήριο, επιτρέποντας έτσι το συνδυασμένο hedging σε συνάλλαγμα, επιτόκια και εμπορεύματα.

Παρά την ανερχόμενη δημοφιλία τους, τα χρηματοοικονομικά εργαλεία αντιστάθμισης κινδύνου που χρησιμοποιούνται από καταναλωτές πετρελαίου έχουν απλή δομή. Οι εταιρίες συχνά αγοράζουν swaps μέσω των οποίων θέτουν μια τιμή για αγορές καυσίμου με την τράπεζα αντιστάθμισης.

Στη συνέχεια, αν οι τιμές της σποτ αγοράς ανέλθουν πάνω από αυτήν την τιμή, η τράπεζα καταβάλλει τη διαφορά. Αν οι τιμές υποχωρήσουν χαμηλότερα της τιμής του swap, θα πρέπει να καταβάλουν τη διαφορά στην τράπεζα.

Για να αποφύγουν την τελευταία περίπτωση, προτιμούν σε ορισμένες περιπτώσεις τα call options. Αφήνουν τους αγοραστές να θέσουν ένα ταβάνι για την τιμή του καυσίμου τους, ενώ την ίδια στιγμή καθιστούν δυνατό το να μπορούν αυτοί να ωφεληθούν στην περίπτωση όπου οι τιμές υποχωρήσουν κάτω από τις τιμές άσκησης του δικαιώματος (strike price). Το αρνητικό σε αυτό είναι ότι τα call options σε αντίθεση με τα swaps απαιτούν προκαταβολή.

Τα τραπεζικά στελέχη εκτιμούν ότι τα απλά swaps και τα options θα προτιμηθούν έναντι των πιο σύνθετων προϊόντων από την πλειονότητα των εταιριών. Αυτό εν μέρει συμβαίνει γιατί είναι πιο εύκολο για τα swaps να κατηγοριοποιηθούν υπό τους λογιστικούς κανόνες από ό,τι τα «εξωτικά παράγωγα». Επίσης, ευθύνονται για λιγότερο... σκεπτικισμό εκ μέρους των μετόχων που έχουν μικρότερη χρηματοοικονομική πείρα.

«Η μεγάλη πλειονότητα των προϊόντων για αντιστάθμιση κινδύνου είναι απλά προϊόντα», λέει ο κ. Daubignard. «Όσο απλούστερη η δομή τόσο ευκολότερο είναι να εξηγηθεί εσωτερικά, να μείνει κοντά στους λογιστικούς κανόνες και να γίνει σαφές στους μετόχους».


Η έλξη των εμπορευματικών παραγώγων

Πρόσφατα η δραστηριότητα στην αντιστάθμιση κινδύνου μετακινήθηκε πέρα από τον ιδιωτικό τομέα και έφτασε έως τις κυβερνήσεις, οι οποίες συνειδητοποιούν όλο και περισσότερο την ανάγκη διαχείρισης του εμπορευματικού τους κινδύνου.

Η διαχείριση αυτή μπορεί εν μέρει να περιλαμβάνει και την αγορά παραγώγων. «Βλέπουμε όλο και περισσότερους ενεργειακούς εισαγωγείς να στρέφονται προς την αντιστάθμιση κινδύνου για τις τιμές του πετρελαίου», λέει η Julie Dana, στέλεχος της Παγκόσμιας Τράπεζας, η οποία παρέχει συμβουλές σε κράτη για τη διαχείριση κινδύνου. «Είναι μέρος μιας ευρύτερης αύξησης του ενδιαφέροντος για τη διαχείριση κινδύνου», προσθέτει.

Όπως οι εταιρίες του ιδιωτικού τομέα, οι κυβερνήσεις αναγκάστηκαν να διαχειριστούν την έκθεσή τους σε πετρελαϊκά αποθέματα, από τη ραγδαία άνοδό τους και μετά, το 2005. Η κρίση της Ευρώπης και οι επιπτώσεις της στις αγορές κρατικών ομολόγων παγκοσμίως υπογράμμισε την ανάγκη για τέτοια μέτρα - πολύ δε περισσότερο για χώρες με υψηλά επίπεδα χρέους ή για χώρες-εισαγωγείς που επιδοτούν την εσωτερική κατανάλωση καυσίμου.

«Με την πίεση στα δημόσια οικονομικά, τα κράτη πρέπει να είναι πιο προσεκτικά στο πώς σπαταλούν τα χρήματά τους ώστε να μην έχουν μεγάλη έκθεση σε στις τιμές των εισαγομένων καυσίμων», λέει ο Marx Mourre, αντιπρόεδρος για θέματα εμπορευμάτων στη Morgan Stanley.

Παρά το γεγονός αυτό, πολύ λίγες χώρες δημοσιοποιούν το ότι επιδίδονται σε αντιστάθμιση κινδύνου. Το Μεξικό και η Γκάνα είναι δύο από τις λίγες που το κάνουν.

● Το Μεξικό, το οποίο είναι εξαγωγέας αργού πετρελαίου, χρησιμοποιεί put options για να αντισταθμίσει τον κίνδυνο από τυχόν πτώση τιμών του πετρελαίου και μείωσης των εσόδων του. Το 2009 αυτές του έδωσαν το δικαίωμα να πουλά 70 δολ. το βαρέλι – ποσό πολύ υψηλότερο από τα 30 δολ. ανά βαρέλι στα οποία υποχώρησε η αγορά εκείνη τη χρονιά.

● Η Γκάνα, η οποία άρχισε να εξάγει πετρέλαιο στα τέλη του 2010, είναι η μόνη αφρικανική χώρα που παραδέχεται δημόσια ότι χρησιμοποιεί παράγωγα πετρελαίου. Χετζάρει τον εαυτό της τόσο ως παραγωγός αργού πετρελαίου, όσο και ως εισαγωγέας καυσίμου – για το δεύτερο χρησιμοποιεί call options.

Οι κυβερνήσεις της Γκάνας και του Μεξικού λένε ότι η αντιστάθμιση κινδύνου έχει τονώσει τη δημοσιονομική τους σταθερότητα και ενίσχυσε τη θέση τους ανάμεσα στους διεθνείς επενδυτές, που συνήθως έχουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στο ότι μια κυβέρνηση θα φτάσει ευκολότερα τους στόχους της στα έσοδα και θα μπορέσει να ακολουθήσει το σχέδιο δαπανών της, αν χρησιμοποιεί παράγωγα.

Η κ. Dana λέει ότι τα προγράμματα αντιστάθμισης κινδύνου των δύο χωρών δεν έχουν περάσει απαρατήρητα από άλλες αναδυόμενες αγορές. «Λόγω του ότι η Γκάνα και το Μεξικό κοινοποίησαν τα προγράμματά τους hedging, αρκετές κυβερνήσεις ζητούν να πληροφορηθούν για να κάνουν κάτι παρόμοιο», λέει.

«Το μάθημα που δίνουν αυτές οι δύο χώρες είναι ότι είναι σημαντικό να χρησιμοποιούνται χρηματοοικονομικά εργαλεία που μπορούν να εξηγηθούν εύκολα στους πολιτικούς και στο κοινό».


Αποφεύγοντας την ευθύνη

Ωστόσο, αρκετά κράτη που επιθυμούν να ξεκινήσουν την αντιστάθμιση κινδύνου φρενάρουν από την έλλειψη σχετική πείρας γύρω από τα παράγωγα – συχνά είναι ακόμη και ασαφές ποιο υπουργείο θα είναι υπεύθυνο για την αντιστάθμιση κινδύνου.

Η διαδικασία είναι ακόμη πιο περίπλοκη λόγω του ότι είναι πολιτικά ευαίσθητη, δεδομένων των προβλημάτων που ανακύπτουν για τις κυβερνήσεις αν οι αντισταθμίσεις που τελικά πληρώνονται από τους φορολογούμενους καταλήξουν χωρίς χρήματα.

«Έχουμε δει παραδείγματα χωρών που θέλουν να αγοράσουν options, αλλά παλεύουν να λάβουν θεσμικά μια απόφαση», λέει η κ. Dana. «Και το υπουργείο οικονομικών και το υπουργείο ενέργειας είναι πιθανόν να θέλουν να θέσουν τα ίδια το strike price. Κανείς δεν είναι έτοιμος να πάρει αποφάσεις».

Ο κ. Mourre λέει ότι οι κυβερνήσεις θα πρέπει να προσδιορίσουν προσεκτικά ποια παράγωγα θα είναι τα καλύτερα γι' αυτές. Τα options που μπορεί να ειδωθούν ως μορφή ασφάλειας προτιμώνται συνήθως από χώρες που θέλουν να έχουν απολύτως καθορισμένες υποχρεώσεις. Σε άλλες, μπορεί τα swaps να ταιριάζουν περισσότερο.

«Από πολιτική άποψη είναι συχνά επιθυμητό να αναπτυχθεί μια στρατηγική που περιλαμβάνει καθορισμένο κόστος. Η αγορά options είναι σε γενικές γραμμές ο καλύτερος τρόπος για να επιτευχθεί αυτό», λέει.

«Η χρήση των swaps ωστόσο μπορεί να είναι η ενδεδειγμένη στρατηγική για μία χώρα που δεν θέλει να πληρώσει προκαταβολικά premium και που μπορεί να πληρώσει μία συγκεκριμένη τιμή πετρελαίου. Είναι σημαντικό να υπάρχει μηχανισμός ελέγχου ώστε να παρακολουθείται η διαδικασία», προσθέτει.

Οργανισμοί όπως η Παγκόσμια Τράπεζα ισχυρίζονται ότι το χρηματοοικονομικό hedging θα πρέπει να είναι μέρος μόνο της συνολικής διαχείρισης του εμπορευματικού κινδύνου. Υπογραμμίζουν ότι οι επιτυχείς μακροπρόθεσμες στρατηγικές εξαρτώνται επίσης από πολιτικές όπως η διαφοροποίηση στην κατανάλωση ενέργειας και η στροφή προς τις ανανεώσιμες πηγές και το φυσικό αέριο.

«Η αντιστάθμιση κινδύνου στα εμπορεύματα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να καταστούν διαχειρίσιμες οι βραχυπρόθεσμες κινήσεις των τιμών. Αλλά δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται για δομικά μακροπρόθεσμα μέτρα», λέει η κ. Dana.


Η αγορά έτοιμη να μεγαλώσει

Αρκετοί αναλυτές εκτιμούν πως, αν και βραχυπρόθεσμα τα γεωπολιτικά ρίσκα που σχετίζονται με το Ιράν και την Αραβική Άνοιξη, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε πίεση τα παγκόσμια αποθέματα πετρελαίου, μακροπρόθεσμα, η παραγωγή είναι πιθανόν να είναι αντίστοιχη με τη ζήτηση.

Ο Seth Kleinman, επικεφαλής της Citi στο τμήμα ενεργειακών αναλύσεων, λέει ότι η δυναμική των παγκόσμιων αποθεμάτων έχει διαφοροποιηθεί λόγω των τελευταίων τεχνολογικών εξελίξεων που επιτρέπουν την εξόρυξη πετρελαίου από σχιστόλιθο – διαδικασία η οποία μοιάζει με αυτήν της παραγωγής φυσικού αερίου.

Χάρη στο πετρέλαιο από σχιστόλιθο, οι ΗΠΑ, που ήδη παράγουν περίπου 1 εκατ. βαρέλια ημερησίως, βλέπουν τις πετρελαϊκές εισαγωγές τους να κινούνται πτωτικά. «Το πετρέλαιο από σχιστόλιθο είναι η πραγματική αλλαγή», λέει ο κ. Kleinman.

«Σηματοδοτεί την αλλαγή κατεύθυνσης. Σήμερα, οι ΗΠΑ είναι ο ταχύτερα αναπτυσσόμενος παραγωγός πετρελαίου στον κόσμο. Οι απαιτήσεις τους για εισαγωγές υποχωρούν κάθε έτος κατά περίπου 1 εκατ. βαρέλια ημερησίως. Αυτό είναι εκπληκτικό. Στα επόμενα χρόνια υπάρχει η δυνατότητα να υποχωρήσει ο αριθμός κατά 3 με 4 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως. Κάτι τέτοιο εξαρτάται από τις τιμές και το ρυθμιστικό πλαίσιο, αλλά δεν πρόκειται για εξωπραγματική πρόβλεψη».

Για τέτοιους λόγους (συμπεριλαμβανομένης και της χαλάρωσης της έντασης στις σχέσεις Δύσης - Ιράν) οι επενδυτές ανησυχούν τώρα λιγότερο για άνοδο των τιμών του πετρελαίου σε τιμές όπως εκείνες του 2008, πριν από το ξέσπασμα της κρίσης.

«Το 2008 υπήρχε πιθανότητα σε ποσοστό 20-25% ότι το πετρέλαιο θα ανέβαινε έως τα 150 δολ. ανά βαρέλι», λέει ο κ. Lewis της Deutsche Bank. «Τώρα η αγορά εκτιμά ότι η πιθανότητα για να γίνει κάτι τέτοιο είναι 7%. Οπότε, υπάρχει ανησυχία, αλλά όχι τόσο σφοδρή όσο το 2008».

Οι τραπεζίτες αναγνωρίζουν ότι η αγορά των εμπορευματικών παραγώγων θα εξακολουθήσει να μεγαλώνει, ακόμη και αν οι τιμές του πετρελαίου δεν ανέλθουν σημαντικά σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η μεταβλητότητα αυτών των τιμών τα περασμένα 4 χρόνια έπεισε αρκετούς καταναλωτές και αρκετά κράτη ότι η διαχείριση του κινδύνου δεν μπορεί να αγνοηθεί.

«Αναμένουμε ότι η διαχείριση των τιμών των εμπορευμάτων (απέναντι τόσο σε ανατιμήσεις, όσο και σε πτώσεις) θα αυξηθεί τα επόμενα 10 χρόνια», λέει ο κ. Mourre της Morgan Stanley.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου