Πέμπτη 28 Ιουνίου 2012

Περιορισμένες οι ελπίδες από τη σύνοδο κορυφής


Από το Casss

Του Βασίλη Βιλιάρδου

Παρά τις πιέσεις εκ μέρους των ΗΠΑ, τις ελπίδες όλων μας, καθώς επίσης τις ενδεχομένως καλές προθέσεις όλων των ηγετών της Ευρωζώνης (υποθετικά και της καγκελαρίου) οι αριθμοί παραμένουν αδυσώπητοι – ενώ δεν μας προϊδεάζουν θετικά σε σχέση με την έκβαση των συνομιλιών.

Ειδικότερα, όπως πολύ σωστά αναφέρεται, για να μειωθεί σε μία οικονομία το ποσοστό του δημοσίου χρέους της σε σχέση με το ΑΕΠ, θα πρέπει η ανάπτυξη, συμπεριλαμβανομένου του πληθωρισμού (δείκτης γνωστός ως ονομαστικό ΑΕΠ), να υπερβαίνει τις δαπάνες του δανεισμού (επιτόκιο συν το λοιπό κόστος) – η οικονομία δηλαδή θα πρέπει να αναπτύσσεται γρηγορότερα από τα χρέη.


Η προϋπόθεση αυτή δεν ισχύει σε καμία περίπτωση για την Ελλάδα – αφού το κόστος δανεισμού της υπερβαίνει το 4%, ενώ η οικονομία της όχι μόνο δεν αναπτύσσεται, αλλά είναι για πολλοστή χρονιά σε ύφεση (περί το 7% για το 2012), με το έλλειμμα του προϋπολογισμού της να τοποθετείται στο 9-10%.

Επίσης, μάλλον, δεν ισχύει για την Ιταλία και για την Ισπανία, οι οποίες πολύ δύσκολα θα έχουν αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ τους το 2012 – ενώ οι προβλέψεις διεθνών οίκων για το 2013 αναφέρονται σε μείωση του ΑΕΠ (ύφεση), της τάξης του 2,5%.

Παράλληλα, όμως, σε αντίθεση με την Ελλάδα, η οποία ευρίσκεται από πολύ πριν στο μηχανισμό στήριξης, τα επιτόκια δανεισμού και των δύο αυτών χωρών (δεκαετή) είναι στα όρια του 7% – ένα απολύτως εκρηκτικό μίγμα, ακόμη και αν δεν αυξηθούν περαιτέρω, αφού το 2013 θα ξεπερνούν κατά 10 ολόκληρες μονάδες το ρυθμό ανάπτυξης!

Η κατάσταση αυτή θα οδηγήσει και τις δύο χώρες στην αύξηση του δημοσίου χρέους ως προς το ΑΕΠ, σε επόμενους ανόδους των επιτοκίων κοκ - στον καθοδικό σπειροειδή κύκλο του θανάτου λοιπόν. Αν και η Ισπανία δε έχει πολύ χαμηλότερο χρέος ως προς το ΑΕΠ της από την Ιταλία, τα προβλήματα των τραπεζών της, τα οποία θα εκβάλλουν στο χρέος, παράλληλα με την υπερδιπλάσια ανεργία από την Ιταλία και την κρίση ακινήτων, θα την φέρουν σύντομα στην ίδια θέση.

Ακόμη λοιπόν και αν η Ιταλία, όπως επίσης η Ισπανία, τα κάνουν όλα σωστά, το χρέος τους θα συνεχίσει να αυξάνεται, ενώ η ανταγωνιστικότητα τους εντός της Ευρωζώνης, συγκριτικά τουλάχιστον με τη Γερμανία, θα περιορίζεται συνεχώς, έστω και αν μειώνονται οι μισθοί – γεγονός που μάλλον σημαίνει ότι, θα ήταν καλύτερη η έξοδος από το κοινό νόμισμα και για τις δύο αυτές χώρες, πριν ακόμη εγκλωβιστούν, όπως δυστυχώς συνέβη με την Ελλάδα.


Η τραπεζική ένωση

Από την άλλη πλευρά, η τραπεζική ένωση της Ευρωζώνης φαίνεται να μη γίνεται αποδεκτή από τη Γερμανία – για ευνόητους λόγους. Σε αντίθεση δε με τη Γαλλία (η οποία είναι πολύ εκτεθειμένη με τεράστια δάνεια των τραπεζών της στις χώρες του νότου, έχει αποβιομηχανοποιηθεί σημαντικά, ενώ απειλείται με σπάσιμο της υφιστάμενης φούσκας ακινήτων), η Γερμανία προτείνει πρώτα τη δημοσιονομική ένωση, μετά την πολιτική και στο τέλος την τραπεζική – ενώ επιμένει στην παραχώρηση μέρους της εθνικής κυριαρχίας όλων στις Βρυξέλλες, όταν η Γαλλία δεν το θέλει καθόλου.

Ειδικότερα, με βάση το IFO, ενώ τα δημόσια χρέη της Ελλάδας, της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας, της Ιταλίας και της Ισπανίας ήταν στα τέλη του 2011 περί τα 3,3 τρισ. ευρώ, τα χρέη των τραπεζών τους ήταν 9,2 τρισ. ευρώ – τριπλάσια δηλαδή.

Συνολικά δε τα δημόσια και τα τραπεζικά χρέη των πέντε παραπάνω χωρών ήταν 12,5 τρισ. ευρώ – ένα ποσόν πραγματικά τρομακτικό (για σύγκριση, το σύνολο όλων των ισολογισμών των αμερικανικών τραπεζών είναι της τάξης των 17 τρισ. δολ.). Επομένως η Γερμανία θα ήταν αδύνατον να εγγυηθεί για όλα αυτά – με ΑΕΠ μόλις 2,8 τρισ. ευρώ.

Στην προκειμένη περίπτωση, πάντοτε σύμφωνα με το Ινστιτούτο, οι παραλληλισμοί με την Ιρλανδία είναι αρκετά επεξηγηματικοί. Αναλυτικότερα, όταν οι τράπεζες της Ιρλανδίας αντιμετώπισαν προβλήματα και έπρεπε να πληρώνουν υψηλά επιτόκια, ζήτησαν από την κυβέρνηση εγγυήσεις για τα δάνειά τους (όπως συνέβη και στην Ελλάδα) – έτσι ώστε να διασφαλιστούν οι δανειστές τους και να τους μειώσουν τα επιτόκια, χωρίς να υπάρξει λόγος χρησιμοποίησης (ρευστοποίησης) των εγγυήσεων.

Στη συνέχεια η Ιρλανδία εγγυήθηκε τα δάνεια των τραπεζών της απέναντι στους πιστωτές τους, σε ένα επίπεδο που αντιστοιχούσε στο 235% του ΑΕΠ της – γεγονός που αργότερα οδήγησε τη χώρα στα όρια της χρεοκοπίας, από την οποία διασώθηκε με «διακρατικά» δάνεια, ύψους ίσου με το 171% του ιρλανδικού ΑΕΠ (144,5 δισ. ευρώ Target πιστώσεις της ΕΚΤ, 55 δισ. ευρώ αγορές δημοσίων ομολόγων από την ΕΚΤ και 67,5 δισ. ευρώ από τους EFSF, ESM, ΔΝΤ, καθώς επίσης διακρατικά δάνεια εκ μέρους της Βρετανίας, της Σουηδίας και της Δανίας).

Ολοκληρώνοντας, δεν είναι ούτε οι γερμανικές τράπεζες σε θέση να αναλάβουν τα ρίσκα των τραπεζών των πέντε προβληματικών οικονομιών της Ευρωζώνης – αφού τα ίδια κεφάλαιά τους είναι μόλις 354 δισ. ευρώ, έναντι των 9,2 τρισ. ευρώ που οφείλουν οι τράπεζες των παραπάνω κρατών. Δεν μπορούν να αναλάβουν ούτε καν τις καταθέσεις των πολιτών των χωρών αυτών, ύψους 3,6 τρισ. ευρώ.

Για όλα τα παραπάνω λοιπόν, οι ελπίδες όλων μας από τη σύσκεψη κορυφής των χωρών της ζώνης του Ευρώ πρέπει να είναι πάρα πολύ περιορισμένες – γεγονός που δυστυχώς, εφόσον συμβεί, θα επιδεινώσει σε πολύ μεγάλο βαθμό την κρίση χρέους που βιώνουμε, ειδικά στην Ελλάδα. Φυσικά ελπίζουμε να κάνουμε λάθος, να είμαστε υπερβολικά απαισιόδοξοι και η σύνοδος να έχει θετικά αποτελέσματα για την Ευρώπη και τον πλανήτη.


Ευρωσυγκοινωνούντα δοχεία

Σύμφωνα τώρα με πρόσφατη μελέτη του υπουργείου οικονομικών της Γερμανίας προς την επιτροπή προϋπολογισμού, η χώρα έχει αναλάβει εγγυήσεις ύψους 310,3 δισ. ευρώ στα πλαίσια των πακέτων στήριξης της Ευρωζώνης (στα EFSF και ESM 285,3 δισ. ευρώ, στον προϋπολογισμό της Ευρωζώνης 9,8 δισ. ευρώ και στο πρώτο ελληνικό πακέτο 15,2 δισ. ευρώ).

Εάν στα παραπάνω προσθέσει κανείς τις απαιτήσεις της κεντρικής τράπεζας της Γερμανίας απέναντι στην ΕΚΤ, από το σύστημα διακανονισμού πληρωμών Target II, ύψους 700 δις ευρώ στα τέλη Μαΐου (αυξάνονται κατά 50-100 δισ. ευρώ μηνιαία), θα ξεπεράσει το 1 τρισ. ευρώ – ποσόν που διακινδυνεύει σαν κράτος, σε περίπτωση διάλυσης της Ευρωζώνης (επιπλέον αυτού που διακινδυνεύουν οι εμπορικές τράπεζες της, οι επιχειρήσεις, οι ασφαλιστικές εταιρείες, οι επενδυτικές κλπ.).

Με κριτήριο το ΑΕΠ της Γερμανίας του 2011 (περί τα 2,8 τρισ. ευρώ), καθώς επίσης το δημόσιο χρέος της ως προς το ΑΕΠ (81,5%), τυχόν απώλεια του παραπάνω ποσού θα εκτόξευε το χρέος της στο 117% του ΑΕΠ της – σε ένα επίπεδο δηλαδή με το οποίο είναι πολύ δύσκολο να αντεπεξέλθει μία οικονομία, ειδικά λόγω των αυξημένων επιτοκίων που συνήθως απαιτούν οι αγορές από υπερχρεωμένα κράτη (εάν δε η Γερμανία εγκατέλειπε μόνη της την Ευρωζώνη, δεν θα μπορούσε να απαιτήσει ουσιαστικά αυτά τα χρήματα, με βάση τη σύμβαση).

Η αξιολόγηση της Γερμανίας λοιπόν από τις αμερικανικές εταιρείες, οι οποίες αργά ή γρήγορα θα συμπεριλάβουν αυτούς τους κινδύνους, θα ακολουθήσει σύντομα – ενώ μάλλον θα αναγκασθεί σε περαιτέρω συμβιβασμούς στη σύνοδο κορυφής.


Υστερόγραφο

Ο φαύλος κύκλος του χρήματος μέσα από τη σημερινή (δυσ)λειτουργία του ευρωσυστήματος, με ένα υπεραπλουστευμένο παράδειγμα:

Η ΕΚΤ προσφέρει πιστώσεις στις εμπορικές τράπεζες των υπερχρεωμένων χωρών (οι υπόλοιπες δεν το έχουν ανάγκη), για να αποφευχθεί ο κίνδυνος χρεοκοπίας τους (υπεραναλήψεις των πελατών τους, bank run κ.λπ.), καθώς επίσης για να διακανονιστούν οι εξωτερικές κυρίως πληρωμές τους.

Οι εμπορικές τράπεζες δίνουν τα χρήματα αυτά στους πελάτες τους (αναλήψεις, δάνεια) οι οποίοι, αντί να τα καταναλώσουν, να τα επενδύσουν ή να τα αποταμιεύσουν σε αυτές, είτε πληρώνουν τις ελλειμματικές εισαγωγές τους είτε καταθέτουν μεγάλο μέρος τους (αποταμιεύουν) σε λογαριασμούς γερμανικών (ή άλλων) τραπεζών.

Οι γερμανικές τράπεζες, επειδή οι εισροές (καταθέσεις) από άλλες χώρες είναι μεγάλες, οι δικοί τους πελάτες δεν επενδύουν πλέον τόσο πολύ (λόγω μείωσης της ζήτησης στις εξαγωγικές αγορές τους), έχουν πλεονάσματα (η χώρα εξάγει περισσότερα από όσα εισάγει) και δεν καταναλώνουν αρκετά, τα τοποθετούν στην κεντρική τους τράπεζα.

Η κεντρική τους τράπεζα (Bundesbank) τα τοποθετεί στην ΕΚΤ – η οποία με τη σειρά της τα δανείζει στις εμπορικές των υπερχρεωμένων χωρών, μεταξύ άλλων και για την πληρωμή των εισαγωγών τους (Target II), οπότε η διαδικασία ξεκινάει ξανά από την αρχή.

Κλείνοντας, κατά την άποψη μας, η ΕΚΤ (με κεφάλαιο 10 δισ. ευρώ και με ισολογισμό πάνω από 2 τρισ. ευρώ) είναι η πιο επικίνδυνη τράπεζα στον πλανήτη, ακολουθούμενη από τη Fed – ενώ η Bundesbank η πιο εκτεθειμένη.

* Ο Β. Βιλιάρδος είναι συγγραφέας, οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου