Ίσως χρειαστούν από 2 ως 3 τρισ. ευρώ για τη διάσωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος
Από Το Βήμα
Του Κ. Μαργιόλη
Στο τέλος της εβδομάδας που πέρασε οι ηγέτες των ισχυρότερων οικονομιών συγκεντρώθηκαν στις Κάννες στο πλαίσιο του G20 για να συζητήσουν μαζί με τους επικεφαλής των τραπεζών λύσεις για μια κρίση που προσλαμβάνει πλέον συστημικό χαρακτήρα και ας μη θέλει (σχεδόν) κανείς να το παραδεχτεί.
Ωστόσο το κλίμα δεν είναι ανάλογο της σύμπνοιας που επικρατούσε μεταξύ κυβερνήσεων και τραπεζιτών στη Σύνοδο του Απριλίου του 2009 στο Λονδίνο. Η τότε συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών για την ενίσχυση των τραπεζών με δημόσιο χρήμα ευαγγελιζόταν την έξοδο από την παγκόσμια κρίση του 2008.
Όμως το «έργο» που προβλήθηκε στις Κάννες έχει αβέβαιο τέλος και σίγουρα δεν είναι μια ιστορία αγάπης. Σήμερα οι τράπεζες βρίσκονται μπροστά σε μια συντονισμένη προσπάθεια ανακεφαλαιοποίησης με αντάλλαγμα τον έλεγχό τους από το Δημόσιο. Και αυτό αποτελεί από μόνο του casus belli. Την ίδια στιγμή ακόμη και αυτή η λύση δεν διασφαλίζει ότι η κρίση της Ευρώπης θα έχει «happy end».
Χρειάστηκε να περάσουν σχεδόν δύο χρόνια και να φτάσει στα όρια της κατάρρευσης μία μεγάλη γαλλοβελγική τράπεζα για να αντιληφθεί η Ευρώπη ότι η κρίση που περνά δεν είναι απλώς ζήτημα χρέους κάποιων «άσωτων» οικονομιών και πολύ περισσότερο κάποιων τεμπέληδων λαών. Η αρχική ιδέα ότι η Ελλάδα είναι μια περίκλειστη νησίδα και το πρόβλημα του χρέους της θα μπορούσε να περιοριστεί στα σύνορά της αποδείχθηκε απολύτως λανθασμένη.
Ενάμιση και πλέον χρόνο μετά την είσοδο της Ελλάδας στον μηχανισμό στήριξης κανένας δεν μπορεί να δώσει σήμερα τη διαβεβαίωση ότι το «κλαμπ του Μνημονίου» δεν θα έχει σύντομα και ένα τέταρτο μέλος, εκτός της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας.
Στις αρχές του μήνα ο όμιλος Dexia, που είχε «διασωθεί» για πρώτη φορά το 2008, έλαβε τριμερείς εγγυήσεις ύψους 90 δισ. ευρώ από τη Γαλλία, το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο για να μην καταρρεύσει. Τότε ακόμα και η κάθετα αντίθετη ως τότε Άνγκελα Μέρκελ πείστηκε ότι χωρίς δημόσιο χρήμα το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα θα βρισκόταν σύντομα στον γκρεμό.
Μόνο που τότε ξεκίνησε μία ακόμη διαμάχη για τη Γερμανίδα καγκελάριο. Το ταμπού (της κρατικής διάσωσης) είχε σπάσει και η Μέρκελ έπρεπε πλέον να πείσει τις γερμανικές και τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές τράπεζες ότι η επανακεφαλαιοποίηση μέσω κρατικών ενισχύσεων ήταν η μόνη οδός. Βέβαια και η ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Γερμανίας δεν μεταμορφώθηκε εν μια νυκτί από πολέμιος σε φανατικό υπέρμαχο αυτής της λύσης.
Τα δεδομένα όμως άλλαξαν στους τελευταίους μήνες και έγινε πλέον σαφές ότι τα χρέη του Νότου (τουλάχιστον) δεν είναι εξυπηρετήσιμα. Αυτό όμως σήμαινε ότι και οι εκτεθειμένες σε αυτό τράπεζες θα έπρεπε είτε να ενισχυθούν είτε να κατρακυλήσουν στον δρόμο που χάραξε η Lehman Brothers πριν από τρία χρόνια.
Μπροστά στο δίλημμα λοιπόν «επανακεφαλαιοποίηση ή χάος» οι τράπεζες δέχτηκαν ακόμα και το κούρεμα του ελληνικού χρέους (κατά το μέρος που αφορά τις τράπεζες) κατά 50%.
Την ίδια στιγμή όμως συμφωνήθηκε ότι οι τράπεζες θα δεχτούν και έναν πακτωλό χρημάτων που θα φτάνει και ίσως μελλοντικά να ξεπεράσει το 1 τρισ. ευρώ προκειμένου να ανταποκριθούν στις αυξημένες απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρκειας και να μην... πέσουν κάτω από τη βάση στα επόμενα τεστ αντοχής. Φυσικά όλα αυτά με τρόπο «ασφαλή» για τις τράπεζες, καθώς οι εγγυήσεις για το νέο PSI, δηλαδή τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στο δεύτερο πακέτο για την Ελλάδα, θα φτάσουν τα 30 δισ. ευρώ.
Αν οι αισιόδοξες προβλέψεις των ευρωπαίων ηγετών διαψευστούν, όπως τόσες φορές τους τελευταίους μήνες, τότε πιθανόν να χρειαστούν 2 ή ακόμα και 3 τρισ. ευρώ για τη διάσωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Διότι δεν είναι μόνο η ονομαστική αξία του ελληνικού και του πορτογαλικού ή ισπανικού χρέους προς τις τράπεζες.
Το μέγεθος της μαύρης τρύπας των τραπεζών είναι στην πραγματικότητα άγνωστο, καθώς πάνω στα δεκάδες δισ. ευρώ αυτών των χρεών έχουν δομηθεί άλλοι (απολύτως τοξικοί) τίτλοι. Με την κατάρρευση μιας ευρωπαϊκής οικονομίας απειλείται με κατάρρευση όλο αυτό το σαθρό οικοδόμημα πάνω στο οποίο στηρίζονται οι τράπεζες.
Για τον λόγο αυτό οι τράπεζες δείχνουν προς στιγμήν να υποχωρούν σε αυτή τη διαμάχη με τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Αυτό που δέχτηκαν και το οποίο μέχρι πρόσφατα αρνούνταν πεισματικά είναι το να λάβουν δημόσιο χρήμα σε αντάλλαγμα μετοχών τους που αντιστοιχούν στον έλεγχο των διοικητικών τους συμβουλίων από τις κυβερνήσεις.
Στη μάχη αυτή οι τραπεζίτες είχαν στο πλευρό τους και την επικεφαλής του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ. Η τελευταία βέβαια χαρακτήρισε ως έσχατη λύση τη δημιουργία μιας «συλλογικής φόρμουλας» για τις τράπεζες, προτάσσοντας όμως την ανάγκη να στραφούν οι τράπεζες στους μετόχους τους.
Η ίδια τόνισε ότι «υπάρχουν πολλές τράπεζες σήμερα που θα μπορούσαν να απευθυνθούν στους μετόχους τους», συμπλέοντας με τη θέση του επικεφαλής των ευρωπαίων τραπεζιτών και του κολοσσού της Deutsche Bank Γιόζεφ Άκερμαν, ο οποίος αποκηρύσσει μετά βδελυγμίας την υπαγωγή των τραπεζών σε (έστω και μερικό) δημόσιο έλεγχο.
Θα μπορούσε λοιπόν να συμπεράνει κάποιος ότι κερδισμένες φαίνεται να είναι οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και συγκεκριμένα η γερμανική, καθώς η Ανγκελα Μέρκελ επεδίωκε την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συμμετοχή των ιδιωτών στις ζημιές που προκύπτουν από τα κρατικά χρέη.
Με μια ματιά
Το κλίμα ευφορίας των αναμνηστικών φωτογραφιών του G20 είναι μάλλον παραπειστικό. Οι κυβερνήσεις των ισχυρότερων χωρών συμφώνησαν στις διαπιστώσεις αλλά κόλλησαν στα συμπεράσματα. Στο τελικό κείμενο αναφέρεται ότι ορισμένες χώρες, όπως η Γαλλία και η Γερμανία, υπερασπίζονται την επιβολή φόρου στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές.
Διακήρυξη που θα μείνει και πάλι κενό γράμμα, όπως και στο παρελθόν, καθώς Ηνωμένες Πολιτείες και Κίνα μεταξύ άλλων δεν αναγνωρίζουν τη σκοπιμότητα αυτής της πρωτοβουλίας.
Επίθεση αλλά μόνο λεκτική δέχτηκαν στις Κάννες και οι «φορολογικοί παράδεισοι» από τον Νικολά Σαρκοζί. Ο Γάλλος πρόεδρος δήλωσε ότι θα πρέπει να καταργηθεί το καθεστώς απόκρυψης τραπεζικών πληροφοριών από ορισμένες χώρες.
Aσυμφωνία μεταξύ των παρισταμένων στη Σύνοδο υπήρξε ως προς την ανάγκη στήριξης των ευρωπαϊκών χωρών από τις αναδυόμενες οικονομίες. Όπως παραδέχτηκε η Άνγκελα Μέρκελ καμία χώρα δεν δεσμεύτηκε να επενδύσει στον μηχανισμό EFSF, όπως είχε προβλεφθεί στην τελευταία Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε.
Φόρος Τόμπιν και κανόνες στις συναλλαγές στο G20
Την τελευταία τριετία δόθηκαν από τα κράτη - μέλη χρηματικές εγγυήσεις ύψους 4,6 τρισ. ευρώ στον χρηματοπιστωτικό τομέα
«Έχει έρθει η ώρα να ανταποδώσει ο χρηματοπιστωτικός τομέας τη βοήθειά του πίσω στην κοινωνία». Με αυτή την εύστοχη όσο και μεγαλόστομη δήλωση παρουσίασε ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο την πρότασή του για τον φόρο επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών (FTT).
Ο ίδιος σημείωσε ότι «τα τελευταία τρία χρόνια τα κράτη - μέλη, δηλαδή οι φορολογούμενοι, έχουν παράσχει βοήθεια και χρηματικές εγγυήσεις ύψους 4,6 τρισ. ευρώ στον χρηματοπιστωτικό τομέα», διευκρινίζοντας ότι ο περιώνυμος φόρος Τόμπιν θα ανέλθει στο 0,1% για τις συναλλαγές μετοχών και ομολόγων και σε ποσοστό 0,01% για τα παράγωγα επενδυτικά προϊόντα.
Ωστόσο, παρά το πανηγυρικό κλίμα και τις επευφημίες από τα μεγαλύτερα κόμματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, δεν πρόκειται για την απαρχή ενός συνολικού προγράμματος ελέγχου επί του χρηματοπιστωτικού συστήματος, όπως θα εύχονταν οι πολέμιοι της παγκοσμιοποίησης.
Αρκεί μόνο να επισημανθεί ότι οι όποιες ρυθμίσεις θα εφαρμοστούν το 2014, ενώ ακόμη και αυτές οι μετριοπαθείς προτάσεις συναντούν τη σθεναρή αντίδραση της Βρετανίας που βλέπει σε αυτές την προσπάθεια της ηπειρωτικής Ευρώπης να «γκρεμίσει» την αυτοκρατορία του λονδρέζικου Σίτι.
Την αντίθεσή τους εκφράζουν επίσης και οι πιο συντηρητικές κοινοβουλευτικές ομάδες του Κοινοβουλίου στο Στρασβούργο απηχώντας τις απόψεις ευρωπαϊκών ηγεσιών. Μάλιστα ο Βρετανός υπουργός Οικονομικών Τζορτζ Όσμπορν έσπευσε να δηλώσει τις προηγούμενες ημέρες ότι «δεν υπάρχει η απαιτούμενη διεθνής συναίνεση για να επιβληθεί ένας τέτοιος φόρος».
Τα γεγονότα τον επιβεβαιώνουν. Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού όπου συζητείται επίσης η θέσπιση ανάλογου φόρου, το κόμμα των Ρεπουμπλικανών δηλώνει ότι θα αντιταχθεί σε ανάλογο νομοσχέδιο έχοντας τη δύναμη να εμποδίσει την υιοθέτησή του λόγω της πλειοψηφίας που κατέχει στη Γερουσία.
Βέβαια το πιο καθησυχαστικό στοιχείο για τις τράπεζες είναι ότι οι προσπάθειες θέσπισης κανόνων στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές αποδεικνύονται σισύφειος άθλος.
Ευρωπαίοι και Αμερικανοί πασχίζουν εδώ και τρία χρόνια να «βάλουν τάξη» σε συναλλαγές αδιαφανείς και αποδεδειγμένα καταστροφικές, όπως οι «γυμνές πωλήσεις» (naked short selling) μετοχών και ομολόγων, όμως οι προσπάθειες αυτές συνεχώς βρίσκουν εμπόδια, αναβάλλονται ή απλώς ξεχνιούνται.
Η πρακτική αυτή αποφέρει τεράστια κέρδη στους επενδυτές που δανείζονται μετοχές ή ομόλογα ποντάροντας στην υποχώρησή τους. Όταν οι τίτλοι υποχωρούν, τότε προχωρούν στην αγορά και αυτομάτως στην πώληση στον αρχικό κάτοχό τους αποκομίζοντας όφελος από τη διαφορά που έχει δημιουργηθεί.
Κατά διαστήματα έχει αποφασιστεί η απαγόρευση του short selling σε χρηματιστήρια ευρωπαϊκών χωρών προκειμένου να αποφευχθεί κραχ σε μετοχές εταιρειών, όμως έστω και αυτό το προσωρινό μέτρο δεν έχει επεκταθεί στις αγορές κρατικών ομολόγων.
Μια πανευρωπαϊκής, αν όχι παγκόσμιας, εμβέλειας λύση για επιβολή περιορισμών στις συναλλαγές μοιάζει απλώς με φαντασίωση ακόμη και υπό τις σημερινές συνθήκες γενίκευσης της οικονομικής κρίσης στην Ευρώπη. Προσδοκίες ασφαλώς υπάρχουν και ενισχύονται από τις φωνές πολλών ηγεσιών που ζήτησαν και σε αυτή τη Σύνοδο του G20 στις Κάννες να ληφθούν δεσμεύσεις προς αυτή την κατεύθυνση.
Ωστόσο μια ματιά στις αναλύσεις που προηγήθηκαν των προηγούμενων συνάξεων των ισχυρών του πλανήτη πείθει και τον πιο αισιόδοξο ότι τα ποικιλότροπα εμπόδια δεν θα ξεπεραστούν ούτε αυτή τη φορά.
Με πρόσφατη την παγκόσμια κρίση του 2008 οι υπουργοί Οικονομικών του G20 συγκεντρώθηκαν στη Μέκκα του χρηματοπιστωτικού κλάδου, στο Λονδίνο, έχοντας στους χαρτοφύλακές τους ανάλογα σχέδια.
Τα «υπέρογκα μπόνους» των «golden boys» βρίσκονταν τότε στην ημερήσια διάταξη όσων νόμιζαν ότι η κρίση είναι απλώς ένα πρόβλημα πλεονεξίας κάποιων άπληστων μάνατζερ. Την επιβολή φόρου Τόμπιν «για την καταπολέμηση της φτώχειας» και την αντιμετώπιση της ύφεσης πρότειναν και τότε πολλοί παριστάμενοι, μεταξύ των οποίων και πολλοί επιφανείς οικονομολόγοι.
Οι τραπεζίτες πολεμούν τους κανόνες κεφαλαιακής επάρκειας
Θα πρέπει να προχωρήσουν σε αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου ύψους 84 δισ. ευρώ ως το 2015
Στους μήνες που προηγήθηκαν της Συνόδου του G20 στη Γαλλία οι τραπεζίτες επιδόθηκαν σε συντονισμένη επίθεση στους νέους κανόνες κεφαλαιακής επάρκειας που ορίζει το πλαίσιο Βασιλεία ΙΙΙ.
Σύμφωνα με αυτούς, ο δείκτης βασικών κεφαλαίων (Tier 1) αυξάνεται από το 2,5% στο 4% των συνολικών περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών, ενώ προβλέπεται και ένα πρόσθετο «μαξιλάρι» που αυξάνει τις απαιτήσεις στο 7%. Με τους κανόνες αυτούς οι ευρωπαϊκές τράπεζες αναγκάζονται να προχωρήσουν σε αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου ύψους 84 δισ. ευρώ ως το 2015 και 460 δισ. ευρώ ως το 2019.
Ο αντίλογος των τραπεζιτών είναι ότι η διάθεση αυτών των χρημάτων για τη θωράκιση των Ταμείων τους θα στερήσει από την πραγματική οικονομία πολύτιμα κεφάλαια εν μέσω μιας εύθραυστης πορείας ανάκαμψης των οικονομιών.
Στις τάξεις των διαφωνούντων στις προτάσεις που προωθεί η Κομισιόν ανήκει και η Βρετανία που προκρίνει «περισσότερη ευελιξία στις κεφαλαιακές απαιτήσεις» για να μη θιχτούν τα εθνικά συμφέροντα της χώρας.
Το «χαρτί» που κρατούν οι τραπεζίτες στα χέρια τους προκειμένου να μην αυξήσουν τα κεφάλαιά τους στα χρονοδιαγράμματα και το ύψος που απαιτούν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις είναι να «ξανασκεφτούν» το ποιες επενδύσεις τους είναι επικερδείς. Αυτό που λένε δηλαδή είναι ότι για να εξοικονομήσουν χρήματα θα οδηγηθούν σε προγράμματα αναδιάρθρωσης των θυγατρικών και των δικτύων υποκαταστημάτων τους ανά τον κόσμο.
Αυτό συνεπάγεται μειώσεις προσωπικού σε μια περίοδο αύξησης της ανεργίας σε παγκόσμια κλίμακα αλλά και εξίσου δραστική μείωση πιστώσεων σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις – πράγμα που θα επιδεινώσει την ύφεση. Με άλλα λόγια, κηρύσσουν ανοιχτά τον «πόλεμο» στις κυβερνήσεις υπό την απειλή της επιδείνωσης της κρίσης.
Εκπρόσωπος της συμβουλευτικής εταιρείας Ernst & Young σημειώνει στους Financial Times ότι «αναμφίβολα υπάρχει μεγάλη πίεση στον τραπεζικό κλάδο με την ταυτόχρονη απαίτηση για μεγαλύτερη ρευστότητα, μεγαλύτερη επάρκεια κεφαλαίων και περιορισμούς στη μόχλευση».
Η ίδια η εφημερίδα εκτιμά συμπερασματικά ότι «είναι πράγματι πολύ δύσκολο να αποφασιστεί στο G20 τι θα γίνει μετά με δεδομένες τις αμφίρροπες πιέσεις κάθε πλευράς».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου