Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2011

Ο εφιάλτης είναι εδώ, ας τους τον στείλουμε πεσκέσι


Από το Black Bedlam (via Gregor der Grieche)

Δεν είναι ανάγκη να περιγράψει κανείς την κατάσταση που ζούμε σήμερα και την θέση στην οποία έχει περιέλθει η εργατική οικογένεια. Και αυτά που πρόκειται να 'ρθουν τα διαβάζουμε καθημερινά, τα ομολογούν αλώστε και από μόνοι τους.

Πρέπει όμως να δούμε τι μπορούμε και τι πρέπει να κάνουμε προκειμένου να δοθεί ώθηση στην ανάπτυξη των αγώνων που απαιτούνται, ώστε να αντιμετωπιστεί αυτή η λαίλαπα που μας οδηγεί ακόμη πιο πέρα και από τα όρια του Οξαποδώ.

Η διαπίστωση ότι το «κίνημα» βρίσκεται σαφώς πίσω από τις ανάγκες ή ότι εκφράζεται περιστασιακά δεν είναι κάτι καινούργιο. Είναι μάλιστα μια πραγματικότητα που λειτουργεί αμφίδρομα στην ψυχολογία του κόσμου. «Διαπιστώνοντας» ότι δεν γίνεται τίποτα, δεν κάνουν τίποτα.


Αναρωτιόμαστε και αγανακτούμε για το τι συμβαίνει, γιατί ο κόσμος δεν αντιδρά.


Η βαρβαρότητα που ζούμε όλοι, είναι πραγματική ή μήπως;

Είναι στη φαντασία κάποιων οι πάνω από 800.000 άνεργοι;

Είναι στη φαντασία μας οι όποιες περικοπές στους μισθούς, στις συντάξεις, τα ελαστικά ωράρια, τα μαύρα ανασφάλιστα μεροκάματα, η υποβάθμιση και εμπορευματοποίηση στην παιδεία, στην υγεία, στο φάρμακο;

Είναι στη σφαίρα της φαντασίας «κάποιων» οι βάρβαρες φοροεπιδρομές, το εγκληματικό χαράτσωμα;

Μήπως είμαστε εμείς που ζούμε σε μια άλλη διάσταση και παρερμηνεύουμε τα γεγονότα με μια διεστραμμένη φαντασία που μεγεθύνει τα πάντα, υποκινούμενοι από έναν ιδιότυπο σαδομαζοχισμό;

Μήπως εν τέλει η κατάλυση των κοινωνικών, εργασιακών, δημοκρατικών κατακτήσεων δεν είναι παρά ένα εφεύρημα για να ικανοποιηθούν στόχοι αλλότριων, εχθρικών δυνάμεων, ενάντια στα συμφέροντα της Πατρίδας;

Στις καθημερινές συζητήσεις μόνιμη επωδός είναι:

«Και τι να κάνουμε;» ή «μα τι να κάνω μόνος μου;». Ακόμη και το: «Και μήπως, αν φωνάξω, θα με ακούσει κανείς; Και σεις που φωνάζετε τι κάνατε;».

Μέσα από αυτά τα ερωτήματα προκύπτουν οι φοβίες, ο αποπροσανατολισμός, η άγνοια, η αναποφασιστικότητα, η απόγνωση...

Ή μήπως εν τέλει αυτά δεν αποτελούν τίποτε άλλο παρά το άλλοθι του καθένα που στρουθοκαμηλίζοντας δεν βλέπει να γίνεται τίποτε γύρω του, απλά γιατί δεν θέλει να το δει, γιατί, αν το δει, πρέπει και να αποφασίσει; Και, παρακαλώ, ποιος και γιατί καλείται να αποφασίσει;

Η απαίτηση συμμετοχής σε δράσεις αντίστασης είναι ακαδημαϊκού χαρακτήρα άραγε;

Γιατί, αν συμβαίνουν όλα αυτά, πώς γίνεται και τα ανεχόμαστε, πώς γίνεται και δεν εξεγείρονται συνειδήσεις, πώς γίνεται και όλη αυτή η κατάσταση αντιμετωπίζεται με μια τέτοια απύθμενη ανοχή ή και, στην καλύτερη περίπτωση, να περιορίζεται σε μια φραστική αγανάκτηση τέτοια που το μόνο που πετυχαίνει είναι να δίνει τον χρόνο να παίρνονται αποφάσεις και, κυρίως, να εφαρμόζονται.

Πόσο «λίπος» είχε συσσωρεύσει ο καθένας μας, αλλά και η κοινωνία ολόκληρη, το προηγούμενο διάστημα;

Πόσο καιρό μπορεί ακόμη να συντηρείται μια οικογένεια με άνεργους;

Με πόσους τόνους βοθρολύματος έχει σκεπαστεί η αξιοπρέπειά μας και το φιλότιμο του Έλληνα;

Και τι χρειάζεται επιτέλους για να ξεπεραστούν οι αυταπάτες, αν υπάρχουν ακόμη, για να αφυπνιστεί ο λαϊκός παράγοντας, για να μετουσιωθεί το ταξικό ένστικτο σε ταξική συνείδηση;

Αν η κατάσταση που βιώνουμε δεν είναι οι βρυκόλακες της νοσηρής μας φαντασίας, πρέπει εκ του αποτελέσματος να καταλήξουμε ότι τα ερωτήματα που μπαίνουν δεν εκφράζουν άποψη, είναι ερωτήματα και είναι υπαρκτά.

Βλέπεις δεν γίνετε να βιώνεις την απόλυτη ένδεια και να μην αντιδράς ψάχνοντας άλλοθι για την υποταγή σου.

Και τι να κάνουμε; ρωτάει!

Δεν ξέρει ο κόσμος τι να κάνει, πώς να αντιδράσει, δεν τον έμαθε κανείς – και από μόνος του πού να το μάθει δηλαδή, στα σχολειά τους, στην ανταγωνιστική κοινωνία που διαμορφώνεται μέσα στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, στις ειδήσεις των 8, στα πρωινάδικα, στα μεσημεριανάδικα;

Κάποιος έπρεπε να του το μάθει, κάποιος επιφορτισμένος με αυτό το καθήκον.

«Μα τι να κάνω μόνος μου;» ρωτάει!

Αισθάνεται μόνος του ο καθένας, πάει να πει δεν μπορεί να βρεθεί με τους άλλους. Ποιους άλλους; Όχι τους όποιους, αυτοί τον ξεγέλασαν. Τους άλλους, που θα μπορέσει να τους εμπιστευθεί, που θα τον πείσουν και θα τον εμπνεύσουν και αυτούς δεν τους βλέπει πια και, αν τους βλέπει, δεν μπορεί να τους αναγνωρίσει.

«Κάποιος» πρέπει να του δείξει ότι είναι μαζί του και ότι ανάγκη είναι να συμπορευτούν». «Κάποιος» επιφορτισμένος με αυτό το καθήκον.

«Και μήπως, αν φωνάξω, θα με ακούσει κανείς; Και σεις που φωνάζετε τι κάνατε»;

«Κάποιος» πρέπει να του πει ότι, αν από αυτούς που φωνάζουν απουσιάζει αυτός ο ίδιος, τότε πράγματι δεν μπορεί να γίνει τίποτα. Να του μάθει ότι η δική του παρουσία είναι αναγκαία και αυτή την ανάγκη πρέπει να την μάθουν μάλλον και οι «κάποιοι».

Κάποτε τους έκλεινε την πόρτα, σήμερα που τους χρειάζεται δεν ξέρει πού να τους βρει. Δεν έμαθε καν να τους αναζητά, βλέπεις.

Σήμερα όμως τους περιμένει, τους χρειάζεται και αυτοί πρέπει να μπορέσουν να ανταποκριθούν σε αυτήν την ανάγκη με συνέπεια, με καθαρό λόγο, με τακτική και πρακτικές επιλογές που να συνάδουν και να είναι συνακόλουθες με τις αρχές, τις διακηρύξεις και τις ανάγκες των καιρών.

Όχι από αλτρουισμό, αλλά από ανάγκη, γιατί εμείς ξέρουμε ότι χωρίς τη λαϊκή συμμετοχή,δεν μπορούμε να κάνουμε βήμα.

Έτσι και μέσα σε αυτήν τη ζοφερή πραγματικότητα καιρός είναι ο καθένας μας να αναλάβει την ευθύνη του, ο καθένας που έχει κατανοήσει τις απαιτήσεις των καιρών, να βγει μπροστά να επιδιώξει τη συμπόρευση, να πείσει και να εμπνεύσει την κλιμάκωση των αγώνων που πρέπει να αναπτυχθούν για να αποκρουστεί η βαρβαρότητα της πλουτοκρατίας.

Μέσα από συλλογικότητες, από μόνος του, μαζί με φίλους και γειτόνους, να στηθούν επιτροπές στις γειτονιές, στα σχολεία, μέσα από τους συλλόγους, από τα σωματεία, στη γειτονιά, στην αγορά, στο S/M, όπου βρισκόμαστε, όπου ζουν και κινούνται οι άνθρωποι του μόχθου, πόρτα πόρτα, με όποιον μιλάμε, με πρωτοβουλίες, με ανοιχτές συνελεύσεις, να μπορέσουμε να συστρατευτούμε στους δρόμους του αγώνα...

Έχετε άλλες προτάσεις αντιμετώπισης της κατάστασης;

Ο εφιάλτης είναι εδώ, ας τους τον στείλουμε πεσκέσι.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου