Του Ν.Α. Σούμπλη
Αριστερού Ριζοσπάστη
Το τελευταίο διάστημα έγινε κοινός τόπος για πολλούς ξένους και ντόπιους έγκυρους οικονομικούς αναλυτές, μεταξύ των οποίων και το ΔΝΤ, ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να αποπληρώσει το χρέος της, καθόσον αυτό είναι αυτοτροφοδοτούμενο και εξαρτάται κυρίως από το ύψος δανεισμού και δευτερευόντως από τα επιτόκια δανεισμού. Ακόμη και με 1% επιτόκιο δανεισμού, πάλι δεν μπορούμε να το εξυπηρετήσουμε. Προτάθηκε μάλιστα και διαγραφή του χρέους κατά 70%.
Βέβαια η κυβέρνηση και η Ε.Ε. επιμένουν να ομιλούν για συνεχή εξυπηρέτηση όλου του χρέους, το οποίο οι ίδιοι ομολογούν ότι θα φθάσει περί το 2013 στο 149% του ΑΕΠ. Σπεύδουν δε στη συνέχεια να πουν ότι μετά θα αρχίσει να μειώνεται με την πολιτική της άγριας λιτότητας και των περικοπών των εισοδημάτων των εργαζομένων, δηλαδή με εισπρακτικά μέτρα. Στην ουσία όμως όλοι γνωρίζουν (και γι' αυτό άρχισαν να το συζητούν) ότι χωρίς ξεπούλημα δημόσιας περιουσίας και εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας, υπό τη μορφή καταρχάς των εκχωρήσεων εκμεταλλεύσεων διαφόρων οικονομικών αντικειμένων, το χρέος δεν πρόκειται να μειωθεί.
Αυτό εξάλλου ζήτησε και η Α. Μέρκελ όταν ζητούσε μετοχές δημοσίων επιχειρήσεων (βλ. ΔΕΗ) ως εγγυήσεις για την είσπραξη των χρημάτων που θα μας δάνειζε. Σ' αυτά ακόμη τα ξεπουλήματα (αποκρατικοποιήσεις) και τις εκχωρήσεις ουσιαστικά αναφέρονται και όταν ομιλούν για ανάπτυξη, διότι γνωρίζουν πως, τα τελευταία 10 χρόνια, από τον συνολικό όγκο των επενδύσεων στις χώρες της Ευρωζώνης, στην Ελλάδα κατευθύνθηκε μόλις το 0,3%, ενώ η Ελλάδα αντιπροσωπεύει το 2,68% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης.
Έτσι πιστεύει η κυβέρνηση ότι θα αποκτήσει η χώρα την αξιοπιστία της στις αγορές (διάβαζε διεθνές κεφάλαιο), ισχυριζόμενη ταυτόχρονα, όπως και ο ΣΕΒ, ότι με τις αποκρατικοποιήσεις και τις αναδιαρθρώσεις θα φθηνύνουν και τα προϊόντα ευρείας κατανάλωσης στην ελληνική αγορά. Η πείρα όμως διδάσκει ότι όπου έγινε αυτό οι τιμές πολλαπλασιάστηκαν.
Κατά τα άλλα συνεχίζουν το ίδιο τροπάριο της προσέλκυσης ληστρικών επενδύσεων, όπου ο επιχειρηματικός όμιλος χρηματοδοτεί το αντικείμενο κατά 30% μέσω δανειακών συμβάσεων, το Ελληνικό Δημόσιο κατά 70% και με την αποπεράτωση, ή και νωρίτερα, ο επιχειρηματίας εξοφλεί τις δανειακές του υποχρεώσεις σε 3 χρόνια συνεχίζοντας να εισπράττει μεγάλα κέρδη τα επόμενα 20 και πλέον χρόνια.
Μεγάλος χαμένος βέβαια είναι το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο επιτυγχάνει την απόσβεση της χρηματοδότησης που συνεισέφερε σε τριπλάσιο χρόνο απ' ό,τι στις χώρες της Ευρωζώνης και βασικά ο ελληνικός λαός, που πληρώνει το κόστος χρήσης εσαεί. Αυτές είναι οι περίφημες δήθεν Αυτοχρηματοδοτήσεις, Συμπράξεις Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ) κ.λπ., που δεν υποστηρίζονται ποτέ από εναλλακτικές οικονομοτεχνικές μελέτες, ούτε για τα μεγάλα αντικείμενα, και φυσικά δεν γίνεται ποτέ τελικός απολογισμός της εκτέλεσης των συμβάσεων.
Αλλά γιατί δημιουργήθηκε το φαινόμενο όλες σχεδόν οι χώρες της Ευρώπης και ιδιαίτερα αυτές της Νοτίου Ευρώπης να έχουν τόσο μεγάλα χρέη;
Είναι φανερό ότι η δημιουργία των υπερχρεωμένων χωρών είναι το αποτέλεσμα του σύγχρονου και ολοκληρωμένου χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, που ονομάζεται και νεοφιλελεύθερος. Βέβαια παρόμοιες μέθοδοι χρησιμοποιούνταν από το διεθνές κεφάλαιο και στο παρελθόν, αλλά με την σημερινή πλήρη απελευθέρωση των αγορών και την παγκοσμιοποίηση έχουμε πάρα πολύ έντονα φαινόμενα, που ταυτόχρονα στοιχειοθετούν και την πιο μεγάλη και παγκόσμια οικονομική κρίση, η οποία συνεπάγεται και την πολιτική κρίση του καπιταλιστικού συστήματος.
Η λεγόμενη απορρύθμιση των αγορών και οι διεθνείς κερδοσκόποι είναι προϊόν του συστήματος και η προσπάθεια της δήθεν ρύθμισης των αγορών, με αποφάσεις των κυβερνήσεων των μητροπόλεων του καπιταλισμού, μόνον προσωρινή αναστολή μέσω πυροσβεστικών μέτρων μπορεί να αποδώσει, γιατί η λειτουργία των κερδοσκόπων έχει να κάνει με την ίδια τη φύση του συστήματος και την ανάγκη του κεφαλαίου να κερδίζει και χωρίς να επενδύει στην πραγματική οικονομία. Έχει άλλωστε αποκομίσει τεράστια κεφάλαια, τα οποία δεν μπορεί να αφήσει να λιμνάζουν αναξιοποίητα.
Με δεδομένο το πραγματικό αυτό πλαίσιο, πρέπει να εξετάσουμε τώρα ποιο τμήμα από αυτό το χρέος του Ελληνικού Δημοσίου καρπώθηκε ο ελληνικός λαός. Αυτό το τμήμα είναι μετά βίας της τάξης του 15% του αναμενόμενου ενοποιημένου χρέους της Γενικής Κυβέρνησης της χώρας στο τέλος του 2010, που υπολογίζεται σε 325,6 δισ. ευρώ, ήτοι σε 50 δισ. ευρώ, και αυτό μπορεί να αναγνωριστεί.
Αφορά την πραγματική αξία των χρηματοδοτήσεων Δημοσίων Επενδύσεων και ένα τμήμα των εξοπλιστικών δαπανών της χώρας που αφορά τις καθαρές αμυντικές δαπάνες και όχι τις δαπάνες για τα όπλα του ΝΑΤΟ ώστε να παίζει η χώρα μας τον διεθνή χωροφύλακα στην Ερυθρά, στον Περσικό, στο Κόσοβο κ.α.
Συγκεκριμένα από τα στοιχεία του Υπουργείου Οικονομικών για τους εκτελεσμένους προϋπολογισμούς των ετών 2003, 2004, 2005, 2006, 2007, 2008, με την εκτίμηση του προϋπολογισμού του 2009 και την πρόβλεψη του 2010 (ως Πίνακας Ι) προκύπτει συνολική χρηματοδότηση για τα ελλείμματα του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων 44,662 δισ. ευρώ και για τη συνολική χρηματοδότηση των εξοπλιστικών προγραμμάτων ΥΕΘΑ 13,974 δισ. ευρώ. Δηλαδή συνολικά χρηματοδότηση 58,636 δισ. ευρώ, που στο αναμενόμενο ενοποιημένο χρέος της Γενικής Κυβέρνησης στο τέλος του 2010, ήτοι των 325,6 δισ. ευρώ, αντιστοιχεί σε 18%.
Για τον υπολογισμό λαμβάνονται υπόψη 8 έτη, διότι τόση είναι η μέση διάρκεια των ελληνικών ομολόγων. Με μικρό έλεγχο των εκτελέσεων των συμβάσεων των Δημοσίων Επενδύσεων και της προμήθειας των εξοπλισμών ή ακύρωσης κάποιων από αυτούς, η συνολική απαιτούμενη χρηματοδότηση μπορεί να μειωθεί στα 50 δισ. ευρώ.
Αυτά τα 50 δισ. ευρώ πλέον κάποιων θεμιτών τόκων (π.χ. τόκων καταθέσεων προθεσμιών – σημείο επαναδιαπραγμάτευσης) μπορεί να αναγνωρίσει ο ελληνικός λαός και να εγγυηθεί την αποπληρωμή τους, όταν ανασυγκροτηθεί παραγωγικά η χώρα, με έκδοση νέων ομολόγων ισόποσης αξίας.
Τα νέα αυτά ομόλογα θα πρέπει να αποδοθούν στα ασφαλιστικά ταμεία των εργαζομένων (Ελλήνων και Ευρωπαίων) και στους μικροκαταθέτες, που βάσει των πρόσφατων στοιχείων της Τραπέζης της Ελλάδος κατέχουν συνολικά το 15% των ελληνικών ομολόγων.
Το υπόλοιπο 85% του χρέους αρνούμαστε να το αναγνωρίσουμε και να το αποπληρώσουμε και πρέπει να διαγραφεί, καθόσον οι δήθεν δικαιούχοι του (τράπεζες, μεγαλοκεφαλαιούχοι, διεθνείς κερδοσκόποι, διεφθαρμένοι πολιτικοί, δημόσιοι λειτουργοί κ.ά.) έχουν ήδη αποπληρωθεί με διάφορους τρόπους στο πολλαπλάσιο. Χαρακτηριστικά, βάσει των εισηγητικών εκθέσεων των προϋπολογισμών του κράτους τη δεκαετία 2000-2009, το Δημόσιο πλήρωσε 313,746 δισ. ευρώ τοκοχρεολύσια, χωρίς να περιλαμβάνονται οι πρόσθετες δαπάνες για την εξόφληση των βραχυπρόθεσμων τίτλων, που μόνον το 2009 ανήλθαν στο ποσό των 36,904 δισ. ευρώ.
Το 1/3 περίπου από το ποσό αυτό είναι τόκοι, ενώ το συνολικό χρέος στο τέλος του 1999 ήταν 122 δισ. ευρώ και στο σύνολο της δεκαετίας 2000-2009 η χώρα παρουσίασε πρωτογενές πλεόνασμα πάνω από τα 10 δισ. ευρώ.
Εδώ όμως διατυπώνεται η διαφορετική άποψη της ανάγκης εξυπηρέτησης όλου του χρέους. Δυστυχώς δε την άποψη αυτή την υιοθετούν και αριστεροί. Άλλοι προτείνουν επαναδιαπραγμάτευση των επιτοκίων δανεισμού, με πτώση αυτών (με μηδενισμό των spread) στα επιτόκια δανεισμού της Γερμανίας (3%) ή στην καλύτερη περίπτωση στο 1% από την Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα. Προσθέτουν δε και διάφορα άλλα μέτρα για χρονική αναδιάρθρωση του χρέους (να πάει πίσω), για διμερείς συμβάσεις δανεισμού και με χώρες εκτός Ευρωζώνης κ.λπ.
Όλες βέβαια αυτές οι προτάσεις αποβλέπουν στη συνολική εξυπηρέτηση όλου του χρέους και γι' αυτό στην καλύτερη περίπτωση μπορούν να εκληφθούν σαν διαχειριστικές. Σαν προτάσεις δηλαδή της Αριστεράς του συστήματος, που βεβαίως και αυτές δεν γίνονται δεκτές από την Ε.Ε. Άρα για ποια επαναδιαπραγμάτευση ή αναδιάρθρωση συζητούμε και τι σημαίνει η επαναδιαπραγμάτευση ή, ως ύστατη λύση, η άρνηση; Δηλαδή τι θέλουν; Να πατάμε σε δυο βάρκες και στο τέλος να βρεθούμε στη θάλασσα, όπως συνήθως έκανε άστοχα η Αριστερά πολλές φορές στο παρελθόν;
Κάποιοι βέβαια ομιλούν για άρνηση όλου του χρέους ή αφήνουν και κάποιες αόριστες υποσχέσεις για αναγνώριση μέρους αυτού. Και αυτή όμως η άποψη δεν είναι σωστή, διότι μας απομονώνει από συμμάχους (Ευρωπαίους εργαζόμενους και μικροκαταθέτες).
Ακόμη διατυπώνεται και η άποψη ότι το χρέος πρέπει να το αποπληρώσουν αυτοί που το καρπώθηκαν στην Ελλάδα και όχι οι εργαζόμενοι και οι μικρομεσαίοι. Κατ' ουσίαν δηλαδή ζητά να πάρουμε τα χρήματα από την ντόπια οικονομική ολιγαρχία και να αποπληρώσουμε τους διεθνείς κερδοσκόπους.
Αλλά και αυτή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί σοβαρή αντικαπιταλιστική άποψη, επειδή, και αν καταφέρουμε να αναγκάσουμε την ντόπια πλουτοκρατία να πληρώσει, τα χρήματα τα χρειαζόμαστε για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Πέραν δε τούτων αναβάλλει τη ρήξη για το απώτερο μέλλον, όταν δηλαδή η εργατική τάξη θα μπορέσει να κάνει την πλήρη ανατροπή του συστήματος και να εγκαθιδρύσει τη λαϊκή εξουσία.
Αλλά μέχρι τότε τι γίνεται; Μόνο διαμαρτυρία με αίτημα να παρθούν τα μέτρα πίσω και να ανατραπεί η παρούσα κυβέρνηση; Για να την διαδεχτεί ποια; Και τι θα γίνει όταν η χώρα θα έχει πλέον αφρικανοποιηθεί, οι εξαρτήσεις και η απώλεια κυριαρχικών δικαιωμάτων θα έχουν επιβληθεί και ισχυροποιηθεί και η πλήρης εξαθλίωση των εργαζόμενων και των λαϊκών στρωμάτων θα μεσουρανήσει;
Η απάντηση σ’ όλα αυτά και στις φοβίες για το τι μπορεί να μας συμβεί αν φύγουμε από το ευρώ και απομονωθούμε από τις αγορές αποτελεί αντικείμενο άλλου άρθρου.
Αθήνα, 28.5.2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου