Τρίτη 25 Μαΐου 2010

Αυτοί που γλίτωσαν κι αυτοί που βούλιαξαν



Από την Καθημερινή της Κυριακής

Του Νίκου Γ. Ξυδάκη

Σ' ένα εστιατόριο εργάζονταν 29 άνθρωποι. Ένας εξ αυτών, νεαρός και καινούργιος στη δουλειά, απολύθηκε διότι διαμαρτυρήθηκε στην Επιθεώρηση Εργασίας και στο ΙΚΑ για μη καταβολή και καθυστέρηση δεδουλευμένων. Υπό την πίεση του σωματείου, ο νεαρός εργαζόμενος επαναπροσλήφθηκε, αλλά απολύθηκε πάλι μετά δυο - τρεις μέρες.

Τις επόμενες εβδομάδες το εστιατόριο λειτουργούσε περικυκλωμένο από συναδέλφους του απολυμένου, που κατήγγειλαν δυναμικά τους εργοδότες εστιάτορες. Η πελατεία άρχισε να αραιώνει. Παράλληλα άλλοι επτά εργαζόμενοι κατήγγειλαν στις Αρχές διάφορες άλλες παραβιάσεις της εργατικής νομοθεσίας. Οι υπόλοιποι είκοσι ένας εργαζόμενοι στράφηκαν εναντίον των θορυβούντων συνδικαλισμένων ζητώντας το δικό τους δικαίωμα στην εργασία. Ανταλλάχτηκαν βαριές κουβέντες: ρουφιάνοι, προσκυνημένοι, τέτοια.


Οι εργαζόμενοι βρέθηκαν διχασμένοι. Από τη μια οι υπερασπιστές των εργατικών δικαιωμάτων, δυναμικοί και θορυβώδεις, πίεζαν τους εργοδότες να σεβαστούν τις νόμιμες και τις ηθικές τους υποχρεώσεις. Από την άλλη οι εργαζόμενοι που φοβόντουσαν μη χάσουν τη δουλειά τους και επιθυμούσαν να εργαστούν απερίσπαστοι, χωρίς τις οχλήσεις των συνδικαλισμένων.

Τη λύση την έδωσε ο εργοδότης. Έβαλε λουκέτο στο μαγαζί. Και όλοι οι εργαζόμενοι, διαμαρτυρόμενοι και μη, βρέθηκαν στον δρόμο, χωρίς δουλειά. Οι 21 κατηγορούν το σωματείο και τους 7+1 συναδέλφους τους, επειδή με την πίεση που άσκησαν ώθησαν τα πράγματα στα άκρα, στη χειρότερη κατάληξη. Οι άλλοι υπεραμύνονται των δικαιωμάτων τους και μαζί με το σωματείο καταγγέλλουν τον εργοδότη για καταχρηστική συμπεριφορά.

Η εμπλοκή στο θεσσαλονικιώτικο εστιατόριο, που κατέληξε σε σύγκρουση με θύματα, δεν είναι η πρώτη. Έχουν προηγηθεί ανάλογες εργασιακές εμπλοκές και αναφλέξεις το προηγούμενο διάστημα στην Αθήνα, σε παρόμοιες επιχειρήσεις εστίασης, όπου ανθούν η μαύρη εργασία και η επισφάλεια, αλλά και σε καθ’ όλα σοβαρές και νομοταγείς εκδοτικές επιχειρήσεις. Και όσο βαθαίνει η κρίση, όσο θα επελαύνει η ύφεση, και μαζί της η ανεργία και η ανασφάλεια, όταν επιπλέον θα αρχίσουν να εφαρμόζονται οι νέοι νόμοι για ευκολότερες απολύσεις και χαμηλότερες αποζημιώσεις, τέτοιες εμπλοκές και συγκρούσεις θα πληθαίνουν και θα οξύνονται.

Το σημαντικότερο στοιχείο είναι η διαφαινόμενη διαίρεση των εργαζομένων. Από τη μια όσοι διεκδικούν εφαρμογή της κείμενης νομοθεσίας και βρίσκουν προστασία από τα συνδικάτα. Από την άλλη οι εργαζόμενοι που επιθυμούν πάνω απ’ όλα να διατηρήσουν τη δουλειά τους, παραβλέποντας τις καταχρήσεις και της παρανομίες εις βάρος συναδέλφων τους, ακόμη και εις βάρος των δικών τους δικαιωμάτων. Αρκεί να παραμείνουν εντός εργασίας, να βγαίνει το μεροκάματο.

Στη συχνά άγρια πραγματικότητα του ιδιωτικού τομέα, τέτοια διλήμματα θα πληθαίνουν, δραματικά. Στα εστιατόρια, στα ξενοδοχεία, στα χωράφια, στα γιαπιά δεν ισχύουν οι νόμοι που προστατεύουν τον δημόσιο υπάλληλο, τον υπάλληλο των ΔΕΚΟ, τον υπάλληλο μιας τράπεζας ή μιας μεγάλης επιχείρησης. Τέτοιες επιχειρήσεις, μικρές, οικογενειακές ή μικρομεσαίες, τις τελευταίες δύο δεκαετίες πορεύτηκαν απασχολώντας μετανάστες με χαμηλές αμοιβές και στοιχειώδη ή ανύπαρκτη ασφάλιση.

Η μαύρη και φθηνή εργασία έδινε λύσεις δημιουργώντας ένα μείγμα φανερής οικονομίας και παραοικονομίας. Η κατάσταση όμως έχει αλλάξει από καιρό: όλο και περισσότεροι Έλληνες δεν περιφρονούν πια τις χειρωνακτικές ή χαμηλής ειδίκευσης εργασίες – η ανάγκη πιέζει. Αλλά ο Έλληνας πολίτης απαιτεί εφαρμογή όλου του πακέτου: μισθό βάσει σύμβασης, ασφάλιση, πλήρεις παροχές κ.λπ.

Μπορεί να τα διεκδικήσει όλα αυτά τώρα, σε περιβάλλον δεινής κρίσης και ογκούμενης ανεργίας; Όλο και δυσκολότερα. Ο άνεργος σε καιρό κρίσης είναι ο άνθρωπος που βουλιάζει· όποιος διατηρεί το μεροκάματο, ακόμη και με ηθικές και υπαρξιακές εκπτώσεις, έχει περισσότερες πιθανότητες να γλιτώσει. Αλλά τι σημαίνει «να γλιτώσει»; Τι άνθρωπος θα είναι ο «γλιτωμένος», όταν γύρω του θα σωριάζονται πτώματα;

Η ατομική επιβίωση, θεμιτή και ενστικτώδης, θα είναι αρκετή να τον γλιτώσει και σαν ολόκληρο άνθρωπο, κοινωνικό, έλλογο και ηθικό άνθρωπο; Πόσα δικαιώματα μπορεί να εκχωρήσει ο αναγκεμένος; Μέχρι πού μπορεί να φτάσει η οπισθοχώρηση; Για πόσο καιρό; Με ποιο χρονικό ορίζοντα; Και πώς γνωρίζει ο «γλιτωμένος» ότι δεν θα έρθει η σειρά του να βουλιάξει; Το πιθανότερο: Θα βουλιάξουν πολλοί, θα επιπλεύσουν λίγοι.

Τέτοια ερωτήματα, συγκλονιστικά, για μια οριακή ανθρώπινη κατάσταση, την κατάσταση των στρατοπέδων εξόντωσης, έθεσε ο Πρίμο Λέβι. Ο μεγάλος στοχαστής περιέγραψε μοναδικά την ενοχή αυτού που γλίτωσε, του επιβιώσαντος, απέναντι στα θύματα, σε αυτούς που βούλιαξαν. Δεν απάντησε ποτέ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου