Από τη Real
Βρυξέλλες. Του Θάνου Αθανασίου
«Στο χέρι του ελληνικού πολιτικού συστήματος» βρίσκεται η παραμονή της χώρας στο κοινό νόμισμα και η επιστροφή στην ανάπτυξη το ταχύτερο δυνατό, αρκεί να επικρατήσουν συνθήκες θετικές για τις μεταρρυθμίσεις μετά από τις εκλογές.
Οι Ευρωπαίοι εταίροι, οι υπηρεσιακοί παράγοντες της Κομισιόν και το ΔΝΤ καθιστούν σαφές στον ελληνικό πληθυσμό ότι «τα κόμματα ξέρουν και έχουν πάρει το μήνυμα του τι πρέπει να γίνει αύριο», κάποια από αυτά συμφωνούν και οι βασικές εντολές είναι δύο:
1. Μειώστε το ονομαστικό μισθολογικό κόστος στον ιδιωτικό τομέα κατά 40% σε δύο χρόνια.
2. Συρρικνώστε στο ίδιο διάστημα το κράτος κατά 30%, περιλαμβανομένων και των θέσεων απασχόλησης.
Στην πρώτη και στη δεύτερη εντολή συμφωνούν όλοι. Η διαφωνία όμως μεταξύ των θεσμών (κράτη - μέλη, ΔΝΤ, ΕΚΤ και Κομισιόν) έγκειται στον χρόνο εκτέλεσης.
Σε σχέση με τις κρατικές δαπάνες και τη μείωση του όγκου του δημοσίου τομέα, μέσα στην διετία θα αποχωρήσουν 150.000 εργαζόμενοι, θα κλείσουν οργανισμοί του δημοσίου, υπηρεσίες υπουργείων, γενικές γραμματείες, τμήματα και σχολές πανεπιστημίων, θα συγχωνευτούν νοσοκομεία και θα περικοπούν στο έπακρο οι αμυντικές δαπάνες. Το σχέδιο – που αρχικά εκπονεί βάσει συστάσεων το υπουργείο Οικονομικών – θα εμπλουτιστεί από την επόμενη κυβέρνηση και θα μπει στο μικροσκόπιο της τρόικας στα μέσα Μαΐου.
Σε σχέση με τον ιδιωτικό τομέα όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, τη στιγμή μάλιστα που και η ίδια η τρόικα δε μιλάει με μια φωνή, ενώ πολλά θα εξαρτηθούν από το αποτέλεσμα των γαλλικών εκλογών στις 6 Μαΐου και των γερμανικών το 2013.
Ούτως ή άλλως όμως οι ραγδαίες μειώσεις των ονομαστικών μισθών στον ιδιωτικό τομέα προβλέπονται από το μνημόνιο.
Ζητείται να δοθεί η δυνατότητα στους εργοδότες και τις επιχειρήσεις να αναπροσαρμόσουν τις συμβάσεις των εργαζομένων, νεο-εισερχόμενων και παλαιότερων, προς τα κάτω σε επίπεδα που φτάνουν το 40%. Νομοθετικά χρειάζεται η κυβέρνηση να δημιουργήσει τις συνθήκες που θα επιτρέπουν στους εργοδότες να προβούν στις μειώσεις χωρίς να κινδυνεύουν να βρεθούν στα δικαστήρια από τους εργαζόμενους.
Οι εταίροι βέβαια δεν προσδιορίζουν αν η μείωση θα είναι οριζόντια ή σωρευτική και όπως λένε δεν έχουν και τρόπο να την παρακολουθήσουν. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι είναι στο χέρι του ιδιωτικού τομέα το αν θα επιβάλλει τη μείωση παρομοίως στις αποδοχές των 1000 ευρώ και στις αποδοχές των 5000 ευρώ ή θα επιδιώξει κάποια κοινωνικότερη κατάτμηση.
Επιπλέον, η διαπραγμάτευση κυβέρνησης - Τρόικας - κοινωνικών φορέων περιλαμβάνει το πάγωμα των συλλογικών διαπραγματεύσεων για μία επταετία, τη θεσμοθέτηση μειώσεων στα ποσά που προβλέπει η εθνική γενική συλλογική σύμβαση εργασίας (η οποία, ωστόσο, θα συνεχίσει να υπάρχει), τη μείωση των εργοδοτικών εισφορών αλλά και τη μείωση των συντελεστών φορολόγησης της εργασίας.
Το τελευταίο, μάλιστα, όπως εξηγούν πηγές της Κομισιόν «δε βρέθηκε τυχαία ανάμεσα στις επτά βασικές συστάσεις που απευθύνει ο ΟΟΣΑ για την ελληνική οικονομία». Η μείωση της φορολόγησης εργασίας προβάλλεται ως «ένα από τα αντισταθμιστικά μέτρα». Οι ίδιες πηγές αναφέρουν «ότι το δεύτερο που πρέπει να κάνει η Ελλάδα είναι να μεταβάλλει ριζικά το κοινωνικό της κράτος, ώστε να προστατεύει τον πολίτη και όχι τη θέση εργασίας». Και αυτό αποτελεί μνημονιακή υποχρέωση.
Οι κοινωνικές ενστάσεις της Κομισιόν
Η Γενική Διεύθυνση Απασχόλησης και Κοινωνικής Πολιτικής της Κομισιόν εξετάζει άλλωστε αυτές τις μέρες γιατί η Ελλάδα δεν τήρησε καμία από τις κοινωνικές διαστάσεις του μνημονίου, όπως για παράδειγμα τα εξής:
● Να επεκτείνει τα προγράμματα κάλυψης των ανέργων που δεν δικαιούνται κανονικής υποστήριξης (όπως οι αυτοαπασχολούμενοι και οι νεο-εισερχόμενοι) και στους μακροχρόνια ανέργους, όπως και κάθε άλλο που το χρειάζεται,
● Να καταρτίσει εκ των προτέρων ανάλυση κοινωνικών επιπτώσεων όλων των μελλοντικών μέτρων τις νέας σύμβασης, ώστε το κοινωνικό κόστος να είναι πια μία έννοια μετρήσιμη και
● Να αναμορφώσει το σύστημα κοινωνικής προστασίας, ώστε να προστατεύει τις μη προνομιούχες ομάδες της κοινωνίας κατά την εφαρμογή των μέτρων λιτότητας.
Οι τρεις παραπάνω υποχρεώσεις για τις οποίες η Ελλάδα ενδέχεται να φτάσει στο δικαστήριο των ευρωπαϊκών κοινοτήτων έχει παρατηρηθεί ότι αγνοήθηκαν από την πρώτη μέρα. Επιπλέον, περιέχονται στη τριμηνιαία έκθεση (Ιανουάριος 2012) του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου Απασχόλησης, το οποίο τελεί υπό την εποπτεία της Κομισιόν.
Η κόντρα Γερμανίας, ΕΚΤ και ΔΝΤ με την Κομισιόν
Η θεωρία πίσω από αυτές τις μειώσεις είναι λίγο πολύ γνωστή: οι μισθοί αυξήθηκαν κατά 60% την τελευταία δεκαετία, χωρίς να συμβαδίζουν με την αύξηση της παραγωγικότητας και ως εκ τούτου πρέπει να υποχωρήσουν στα πρότερα επίπεδα. Είναι σαφές ότι το 2010 κατά τις προκαταρκτικές συζητήσεις του πρώτου μνημονίου, αλλά και μέσα στο καλοκαίρι του 2011 όταν είχαν τεθεί σε συζήτηση οι παράμετροι του δεύτερου επιλέχθηκε «η εσωτερική υποτίμηση της ελληνικής οικονομίας – μέσα στο ευρώ» έναντι του εργαλείου που το ΔΝΤ δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει στην περίπτωση της Ελλάδας, δηλαδή την κανονική υποτίμηση του νομίσματος.
Σε σχέση με τη μείωση 40% πηγές της Κομισιόν που ενημέρωσαν τη Real News υποστηρίζουν ότι: «Η Γερμανία, μαζί με άλλα κράτη μέλη, η ΕΚΤ και το ΔΝΤ έχουν συνασπιστεί για πολιτικούς καθαρά λόγους πίσω από τη μέθοδο της υποτίμησης που εφαρμόζει το ΔΝΤ σχεδόν παντού». Οι ίδιες πηγές προσθέτουν πως με βάση το μνημόνιο που υπεγράφη η μείωση θα πρέπει να επιτευχθεί μέσα σε διάστημα το πολύ δύο ετών – ύστερα από πιέσεις της Α. Μέρκελ και του Β. Σόιμπλε.
Με αυτήν την πολιτική ο ίδιος ο πρόεδρος Μπαρόζο, ο επίτροπος Ρεν και τα στελέχη των τριών γενικών διευθύνσεων που ασχολούνται με την Ελλάδα είχαν διαφωνήσει κάθετα. Στις μεταξύ τους συζητήσεις για το καθορισμό της πολιτικής μισθών και αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας ανταλλάχθηκαν σκληρές εκφράσεις με τη γερμανική πλευρά: «Μα δε βλέπετε ότι αυτές οι πολιτικές όπου εφαρμόστηκαν απέτυχαν;», «Η θεραπεία του σοκ δεν μπορεί να φέρει αποτελέσματα σε χώρα του ευρώ και σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα».
Υποστήριξαν μάλιστα ότι ο ορίζοντας των μειώσεων πρέπει να είναι πέντε ή και επτά χρόνια, όχι όμως δύο που επέμεναν το ΔΝΤ και η Γερμανία, φέρνοντας ως τεχνοκρατικό πρόσχημα το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών.
Η Μέρκελ με σύμμαχο το Δ.Σ. του ΔΝΤ και μερικές υπερ-πρόθυμες χώρες (Ολλανδία και Αυστρία) δε μετακινήθηκε ούτε βήμα και σύντομα στην πλευρά της προσχώρησε και η ΕΚΤ.
Τότε οι δύο πλευρές αντάλλαξαν εκφράσεις του στιλ: «διευρύνετε τις εσωτερικές ανισότητες! Το ίδιο κάνετε και στη χώρα σας! Έχετε καταγραφεί ως η χώρα με τις μεγαλύτερες μισθολογικές ανισότητες στην Ε.Ε., δεν καταφέρετε 20 χρόνια να εντάξετε την ανατολική Γερμανία, τι δικαιολογία έχετε για την απόκλιση 23% στις αμοιβές ανδρών και γυναικών; Ούτε αυτό δεν μπορέσατε να κάνετε!»
Όπως ήταν αναμενόμενο η Κομισιόν δεν έλαβε καμία απάντηση, παρά μόνο το «θα εποπτεύσετε την πολιτική που θα σας υποδείξουμε»...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου