Από την Καθημερινή
Της Ζέζας Ζήκου
Η σοβαρότητα της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους ανησυχεί τις αναδυόμενες αγορές. Σε αντίθεση με τις προηγούμενες δεκαετίες, όταν κρίσεις οικονομικής αστάθειας στις λιγότερο ανεπτυγμένες οικονομίες εξαπλώνονταν και στις ισχυρότερες οικονομίες και επιζητούσαν τη διάσωσή τους από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, σήμερα είναι οι αναδυόμενες χώρες που φοβούνται ότι θα εξαπλωθεί το κακό που πλήττει τις πλούσιες χώρες.
Εν τω μεταξύ, ο υπουργός Οικονομικών της Βραζιλίας, Γκουίντο Μαντέγκα, ανακοίνωσε ότι η Βραζιλία μαζί με τις άλλες τρεις χώρες που αποτελούν την ομάδα των BRIC (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία και Κίνα) είναι πρόθυμες να βοηθήσουν την Ευρώπη να εξέλθει από την κρίση που την πλήττει. Όσο για τη Νότια Αφρική, προστέθηκε ήδη στην ομάδα των BRIC, η οποία για τον λόγο αυτό ονομάζεται πλέον BRICS.
Όμως, όπως εκτιμά ο Στίβεν Κινγκ, επικεφαλής οικονομολόγος της HSBC και συγγραφέας του βιβλίου «Losing Control: The Emerging Threats to Western Prosperity» (Χάνοντας τον έλεγχο: οι αναδυόμενες απειλές στη δυτική ευημερία), η ανάκαμψη που επετεύχθη δεν θα επαναληφθεί σύντομα.
Όσο διήρκεσε η ύφεση των ΗΠΑ – Δεκέμβριος 2007 - Ιούνιος 2009 –, οι χώρες BRIC – Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία και Κίνα – έγιναν ο κινητήρας της παγκόσμιας ανάκαμψης. Το κινεζικό ΑΕΠ αυξανόταν κατά 7,9% την ώρα που το αμερικανικό συρρικνωνόταν. Έκτοτε, οι αναδυόμενες χώρες έφεραν την ευθύνη για το 85% της παγκόσμιας ανάπτυξης.
Με την ανάκαμψη να παραπαίει στις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ευρώπη και την Ιαπωνία, η επιβράδυνση της ζήτησης στις BRIC δημιουργεί επιπλέον προκλήσεις για την παγκόσμια ανάπτυξη. Οι αναδυόμενες οικονομίες μπορεί να «αποφύγουν την ανώμαλη προσγείωση, όμως δεν θα μπορέσουν να σώσουν τον κόσμο», παραδέχεται ο Γιόακιμ Φελς, επικεφαλής οικονομολόγος της Morgan Stanley.
Οι νέες δυνάμεις του αναδυόμενου κόσμου, κατά κοινή ομολογία, διαδραματίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στο εμπόριο και τη μεταποίηση, όπως και στην παροχή όλο και περισσότερων υπηρεσιών στον επιχειρηματικό τομέα.
Μέχρι και πρόσφατα, ωστόσο, επικρατούσε η πεποίθηση ότι ο κόσμος των διεθνών χρηματοοικονομικών έχει ξεφύγει από αυτή την τάση, καθώς το μεγαλύτερο μέρος εταιρειών, προϊόντων, αγορών και εποπτικών αρχών συνεχίζουν να δραστηριοποιούνται στις χώρες του Βόρειου Ατλαντικού.
Με άλλα λόγια, ακόμη και αν οι αναπτυσσόμενες χώρες έχουν καταφέρει να ανατρέψουν τις ισορροπίες στην παγκόσμια οικονομία, οι διεθνείς αγορές παρέμειναν προσκολλημένες στη Δύση. Τα τελευταία γεγονότα, όμως, δείχνουν ότι η πεποίθηση αυτή ανατρέπεται, έστω και σταδιακά.
Αλλά η «απο-Δυτικοποίηση» των παγκόσμιων χρηματοοικονομικών δεν είναι μια μηχανική ή ομοιογενής διαδικασία. Η κεφαλαιοποίηση ορισμένων, ειδικότερα κρατικών, τραπεζών μπορεί να είναι υπερβολική.
Ορισμένοι αναδυόμενοι παίκτες, όπως η Κίνα, δεν έχουν μεγάλη προθυμία να επιλύσουν διαμάχες σε παγκόσμιο επίπεδο. Η ανάπτυξη των αγορών τους δεν είναι πάντα εντυπωσιακή, ενώ σε αρκετές χώρες προμηνύεται μακρά περίοδος χρηματοοικονομικής αστάθειας. Αλλά καμία επιμέρους εξέλιξη δεν θα αλλάξει τη δυναμική της παγκόσμιας τάσης προς όφελος των αναδυόμενων αγορών.
Εν τω μεταξύ, η Βραζιλία κατέκτησε την έκτη θέση στη λίστα των μεγαλύτερων οικονομιών στον κόσμο, ξεπερνώντας τη Βρετανία, ανακοίνωσε χθες το Κέντρο Οικονομικών και Επιχειρηματικών Ερευνών (CEBR), ενώ ο υπουργός Οικονομικών της χώρας, Γκουίντο Μαντέγκα, δήλωσε ότι η χώρα του θα ξεπεράσει το αργότερο ώς το 2015 και τη Γαλλία και θα γίνει η 5η μεγαλύτερη οικονομία στον πλανήτη.
Στην κατάταξή του για φέτος, το CEBR, το οποίο εδρεύει στο Λονδίνο, τοποθετεί τη Βρετανία στην 7η θέση της παγκόσμιας κατάταξης των οικονομιών. Βάσει της κατάταξης, 1η οικονομική δύναμη στον κόσμο είναι οι ΗΠΑ, 2η η Κίνα, 3η η Ιαπωνία, 4η η Γερμανία, 5η η Γαλλία και 6η η Βραζιλία.
Το CEBR προβλέπει επίσης ότι το 2016 η Βρετανία θα ξεπεράσει τη Γαλλία, η οποία το 2020 δεν θα βρίσκεται σε υψηλότερη θέση από την 9η της κατάταξης των παγκόσμιων οικονομιών.
«Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αναμένει ότι η Βραζιλία θα γίνει η 5η οικονομία στον κόσμο το 2015, αλλά εγώ πιστεύω ότι αυτό θα γίνει νωρίτερα» δήλωσε ο Μαντέγκα. «Επομένως είναι αδύνατο να μην ξεπεράσουμε τη Γαλλία και, στο μέλλον, ποιος ξέρει, τη Γερμανία, αν δεν βελτιώσει την απόδοσή της» σημείωσε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου