Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2011

Η σχιζοφρένεια του χρέους


Από τους Financial Times (via Euro2day)

Του Gavyn Davies

Ποια είναι η λέξη που χαρακτηρίζει καλύτερα την εποχή μας; Αδιαμφισβήτητα το χρέος. Η άνευ προηγουμένου συσσώρευση χρέους – και θα πρέπει να σημειωθεί ότι πρόκειται κυρίως για χρέος του ιδιωτικού και όχι του δημόσιου τομέα – ήταν η δύναμη που ώθησε την εκρηκτική παγκόσμια ανάπτυξη μέχρι το 2008. Και τώρα η δυσκολία να ξεφύγουμε από το χρέος ίσως να είναι το βασικό πρόβλημα της επόμενης δεκαετίας.

Αρκετοί υποστηρίζουν ότι δεν μπορεί να υπάρξει υγιής ανάκαμψη στις ανεπτυγμένες οικονομίες μέχρις ότου μειωθεί το συνολικό χρέος. Συχνά δεν μπαίνουν καν στον κόπο να κάνουν τη διάκριση ανάμεσα στο χρέος του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα. Και τα δύο θεωρούνται εξίσου τοξικά.


Ο Βρετανός πρωθυπουργός δέχθηκε έντονη κριτική την προηγούμενη εβδομάδα όταν προσπάθησε να κάνει τον διαχωρισμό. Το προσχέδιο της σχετικής του ομιλίας σε εσωκομματικό συνέδριο εσπευσμένα άλλαξε όταν έγιναν αντιληπτές οι επιπτώσεις των όσων θα έλεγε ο κ. Cameron.

Όσο ταχύτερα μειωθεί το χρέος του ιδιωτικού τομέα τόσο μεγαλύτερη θα είναι η ανάγκη να δημιουργηθεί τείχος προστασίας για τη συνολική εγχώρια ζήτηση, εξέλιξη που θα διατηρήσει σε υψηλά επίπεδα το δημόσιο χρέος. Η βρετανική κυβέρνηση δηλώνει ότι απορρίπτει αυτή την πολιτική.

Στο ίδιο κομματικό συνέδριο, όμως, ο βρετανός υπουργός Οικονομικών ζήτησε νέα πολιτική «πιστωτικής χαλάρωσης» βάσει της οποίας το υπουργείο θα εγγυηθεί την παράταση των χρεών των μικρών επιχειρήσεων. Στο ίδιο μήκος κύματος δεν κινείται και η διεύρυνση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης από την Τράπεζα της Αγγλίας κατά 75 δισ. στερλίνες, που ανακοινώθηκε και την προηγούμενη εβδομάδα;

Οι βρετανικές αρχές δεν είναι οι μόνες που επιδεικνύουν σχιζοφρένεια ως προς το θέμα του χρέους. Είμαι βέβαιος πως έχουν πέσει στην ίδια παγίδα που έχω πέσει και εγώ αρκετές φορές. Η προσευχή του Αγίου Αυγουστίνου «Θεέ μου κάνε με αγνό, αλλά όχι ακόμα» είναι πλέον πολύ επίκαιρη.

Το ΔΝΤ, επί παραδείγματι, πριν από μερικούς μήνες υποστήριξε σθεναρά ότι το δημόσιο χρέος θα πρέπει να μειωθεί σύντομα στις πιο ανεπτυγμένες οικονομίες. Τώρα, όμως, θεωρεί ότι αυτή η κίνηση θα πρέπει να αναβληθεί.

Οι αξιωματούχοι του χρηματοοικονομικού κλάδου παράλληλα ζητούν επίμονα να αυξηθούν οι απαιτήσεις για την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών, αλλά σταδιακά, μέσα στην επόμενη δεκαετία, γιατί στο μεσοδιάστημα θέλουν να ενθαρρύνουν την πιστωτική επέκταση.

Στην ευρωζώνη οι οικονομίες που αντιμετωπίζουν τα μεγαλύτερα προβλήματα, καλούνται να μειώσουν το δημόσιο χρέος τους, ενώ παράλληλα η βασική λύση που τίθεται επί τάπητος για να καλυφθεί το κενό είναι η μόχλευση των κεφαλαίων του EFSF.

Η ΕΚΤ ανησυχεί ότι η πιστωτική ανάπτυξη θα πυροδοτήσει σημαντική αύξηση της προσφοράς χρήματος, ενώ παράλληλα αγοράζει κρατικά και καλυμμένα ομόλογα και παρατείνει απεριόριστο δανεισμό σε όλο τον τραπεζικό κλάδο της ευρωζώνης με αντάλλαγμα ολοένα και πιο επίφοβα collateral.

Ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, ο κ. Schaeuble, έχει περιγράψει με γλαφυρό τρόπο τη δική του θέση ως προς την κρίση χρέους. «Δεν μπορούμε να γιατρεύσουμε τον αλκοολικό με περισσότερο αλκοόλ» δήλωσε. Ίσως όχι, αλλά η εναλλακτική της «απότομης απεξάρτησης» φαίνεται πως δεν αποδίδει.

Είτε το θέλουμε είτε όχι, η παγκόσμια οικονομία χρειάζεται ένα μίγμα πολιτικών που σε ορισμένες περιπτώσεις να διαγράφουν χρέος, σε άλλες να αποπληρώνεται και σε μερικές να επιμηκύνεται. Εάν εφαρμοστεί η ίδια προσέγγιση για όλους, με ταυτόχρονη απομόχλευση όλων των κλάδων και μάλιστα με τη μέγιστη δυνατή ταχύτητα, το αποτέλεσμα θα είναι ένας πραγματικός οικονομικός όλεθρος.

Αντιθέτως οι κυβερνήσεις (διστακτικά) αποδέχονται ότι ο ιδιωτικός τομέας θα πρέπει να αποπληρώσει τα χρέη του, αλλά επιλέγουν να μεταβιβάσουν μέρος από αυτό το χρέος στις κυβερνήσεις και στους ισολογισμούς των κεντρικών τραπεζών.

Η στρατηγική αυτή, ωστόσο, έχει προφανή μειονεκτήματα. Θα είχε νόημα μόνο εάν ήταν αποδεκτό ότι, ενώ τα επίπεδα του ιδιωτικού χρέους δεν είναι διατηρήσιμα, τα επίπεδα του δημόσιου χρέους είναι. Υπάρχει επίσης ο ηθικός κίνδυνος της μεταφοράς εισοδήματος και πλούτου, που δεν είναι επιθυμητή.

Τα νοικοκυριά που έχουν υπερβολικό χρέος προστατεύονται εις βάρος των νοικοκυριών που δεν έχουν δανειστεί τόσο πολύ. Όσοι δεν εκτέθηκαν ποτέ στον κίνδυνο του υπερβολικού δανεισμού θα βρεθούν αντιμέτωποι με τον κίνδυνο μείωσης των μακροπρόθεσμων εσόδων τους.

Εάν το χρέος μεταβιβαστεί στον κρατικό προϋπολογισμό, τότε επέρχεται μακροπρόθεσμα υψηλότερη φορολογία. Εάν το χρέος μεταβιβαστεί στον ισολογισμό της κεντρικής τράπεζας, τότε επέρχεται αύξηση του πληθωρισμού. Όλα αυτά, ωστόσο, είναι θεμιτά με το επιχείρημα ότι η εναλλακτική είναι πολύ χειρότερη.

Βεβαίως δεν συμφωνούν όλοι. Κατά τη δεκαετία του 1920 ο Friedrich von Hayek έγραψε ότι η γρήγορη εξάλειψη του χρέους θα απαλλάξει το οικονομικό σύστημα από αυτό που ο ίδιος αποκάλεσε «στρεβλές επενδύσεις». Στις μέρες μας αυτές οι στρεβλές επενδύσεις έγιναν στον χρηματοοικονομικό κλάδο και τον κλάδο του real estate.

Βάσει αυτής της θεωρίας, εάν καταρρεύσουν αυτοί οι δύο κλάδοι, θα έχουμε μία νέα αρχή. Όσοι ενστερνίζονται τις απόψεις του Joseph Schumpeter περί «δημιουργικής καταστροφής» ίσως να καταλήξουν στην ίδια άποψη.

Ο James Grant στο τελευταίο «Interest Rate Observer» παραθέτει μια ενδιαφέρουσα αναφορά στα όσα συνέβησαν την τελευταία φορά που επιχειρήθηκε στις ΗΠΑ η πολιτική της «απότομης απεξάρτησης», κατά τη διάρκεια της ύφεσης την περίοδο 1920-21.

Υπό την απειλή μεγάλης καταστροφής, η πιστωτική επέκταση ανακόπηκε από τη βάση της. Η Fed, υπό την διοίκηση του Benjamin Strong, αύξησε τα επιτόκιά της και το υπουργείο Οικονομικών, υπό τον Δημοκρατικό Carter Glass, κατέγραφε πλεονάσματα στους προϋπολογισμούς.

«Το υπουργείο Οικονομικών δεν έχει κεφάλαια για να δανείσει. Το υπουργείο δεν ανήκει στον τραπεζικό κλάδο και δεν θα έπρεπε να ανήκει» είχε δηλώσει τότε ο κ. Glass. Το αποτέλεσμα ήταν η εμφάνιση του αποπληθωρισμού, που τότε χαρακτηρίστηκε αναπόφευκτη. «Κανείς μας δεν θα μπορούσε να το αποτρέψει, κατά την άποψή μας ήταν αναπόφευκτο» είχε δηλώσει τότε ο κ. Strong.

Οι άνεργοι, εσκεμμένα όπως φαίνεται, αφέθηκαν στην τύχη τους, ακόμη και αφού το ποσοστό της ανεργίας οκταπλασιάστηκε, ξεπερνώντας το 1920 το 12%. Η πολιτική δεν άλλαξε. Οι προϋπολογισμοί εξακολουθούν να είναι ισοσκελισμένοι, ενώ η Fed απέτρεψε τη μαζική εισροή χρυσού που θα μπορούσε να είχε τερματίσει την ύφεση νωρίτερα. Είχε όμως, αποτέλεσμα αυτή η πολιτική της απότομης απεξάρτησης;

Κατά τον James Grant η απάντηση είναι θετική. Η ύφεση έληξε το 1922 και το ποσοστό της ανεργίας μειώθηκε στο 2,4% το 1923. Εν τω μεταξύ, όμως, το πραγματικό ΑΕΠ μειώθηκε κατά 8%, η βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε κατά 23% και οι τιμές κατά 22%.

Κατά τον Grant, ακόμη και αυτά τα νούμερα είναι προτιμότερα από την αέναη στασιμότητα. Σίγουρα, όμως, μπορούμε να βρούμε μία καλύτερη λύση.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου