Από το XrimaNews
Του Πάνου Παναγιώτου
Η συμφωνία για το κατά 50% κούρεμα του ελληνικού χρέους που κατέχουν οι τράπεζες έχει ανακοινωθεί, αλλά μένει ακόμη να αποσαφηνιστούν πολλές λεπτομέρειές της, με μία από αυτές που είναι εξαιρετικής σημασίας να έχει να κάνει με το δίκαιο που διέπει το αναδιαρθρωμένο ελληνικό χρέος.
Ως γνωστόν, μόλις πριν από λίγους μήνες οι τράπεζες είχαν συμφωνήσει σε αναδιάρθρωση ύψους 21% στο πλαίσιο του πρώτου PSI και η συζήτηση που ξέσπασε στη συνέχεια για θεαματική αύξηση του ύψους του κουρέματος τις έβρισκε κάθετα αντίθετες. Ακόμη και μέχρι τα ξημερώματα της 27ης Οκτωβρίου ο επικεφαλής του IIF, που εκπροσωπούσε τις τράπεζες που κατέχουν ελληνικό χρέος, δήλωνε πως δεν υπήρχε συμφωνία για το ύψους του κουρέματος.
Λίγη ώρα αργότερα ωστόσο, το deal είχε κλείσει στο 50%. Πώς ακριβώς συνέβη αυτό και τι μεσολάβησε προκειμένου να πειστούν οι τράπεζες;
Το γερμανικό κανάλι ARD (ένα από τα μεγαλύτερα της Γερμανίας) σε αποκλειστικό ρεπορτάζ του έριξε φως στις πιο δραματικές στιγμές των διαπραγματεύσεων υποστηρίζοντας πως όταν τα ξημερώματα της Πέμπτης οι Μέρκελ και Σαρκοζί μπήκαν (ξανά) στην αίθουσα των διαπραγματεύσεων άσκησαν μεγάλη πίεση στους εκπροσώπους των τραπεζών τονίζοντας ότι αυτή ήταν η τελευταία τους προσφορά ειδάλλως η Ελλάδα θα προχωρούσε σε ανεξέλεγκτη χρεοκοπία.
Η Μέρκελ, ωστόσο, όπως αναφέρει το ARD «γλύκανε» αυτό το τελεσίγραφο προσφερόμενη να προχωρήσει σε μία σειρά επιπλέον παροχών προς τις τράπεζες με τη σημαντικότερη, προφανώς, καθώς είναι και η μόνη που αποκάλυψε το ρεπορτάζ του ARD να έχει να κάνει με τη μετατροπή του δικαίου που θα διέπει το ελληνικό χρέος από ελληνικό σε ξένο (πιθανώς αγγλικό που είναι το πιο ευνοϊκό για τους δανειστές και το λιγότερο ευνοϊκό για το δανειολήπτη).
Σε άρθρο που δημοσίευσα πέρυσι με τίτλο «το κρυφό διαπραγματευτικό χαρτί της Ελλάδας» είχα παρουσιάσει μία πολύ αποκαλυπτική πανεπιστημιακή νομική έκθεση για το ελληνικό χρέος, η οποία είχε δημοσιευτεί στο εξωτερικό στις 2 Ιουνίου του 2010 και όπου αναφερόταν πως περισσότερο από το 90% του ελληνικού χρέους, προ της προσφυγής της χώρας στο ΔΝΤ, διεπόταν από το ελληνικό δίκαιο και ήταν ελεύθερο από εμπράγματες ασφάλειες και υποθήκες επί της ελληνικής δημόσιας περιουσίας.
Ένας από τους στόχους του Μνημονίου, όπως φάνηκε από το ίδιο το κείμενό του, ήταν η μετατροπή του δικαίου του χρέους της Ελλάδας από ελληνικό σε αγγλικό και η επιβάρυνση του με εμπράγματες ασφάλειες και υποθήκες επί της δημόσιας περιουσίας.
Αυτό συνέβη ήδη και ισχύει για τα δάνεια που έχουν παράσχει το ΔΝΤ και η Ε.Ε. και τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για την αποπληρωμή ομολόγων που έληγαν από τον Μάιο του 2010 και μετά, ώστε να ελαφρυνθεί το βάρος από τις πλάτες των διεθνών τραπεζών.
Το δίκαιο των ομολόγων που δεν έχουν λήξει ακόμη, όμως, παραμένει το ελληνικό και αυτό συνεπάγεται, σύμφωνα με τη συγκεκριμένη έκθεση, ότι η Ελλάδα μπορεί ανά πάσα στιγμή με μία μονομερή αλλαγή της νομοθεσίας να επιβάλει απώλειες στις τράπεζες (κούρεμα) και μάλιστα χωρίς να προκαλέσει πιστωτικό γεγονός (με βάση προηγούμενες περιπτώσεις αναδιάρθρωσης που αναφέρονται σε άλλη έκθεση του πανεπιστημίου Harvard).
Όσο ένα μεγάλο τμήμα του χρέους παραμένει σε ελληνικό δίκαιο η Ελλάδα έχει ένα πανίσχυρο διαπραγματευτικό χαρτί στα χέρια της. Όταν το δίκαιο μετατραπεί σε διαφορετικό από το ελληνικό, ωστόσο, η κατάσταση αλλάζει ριζικά.
Αν και δεν έχει γίνει καμία σχετική δημοσίευση σε κάποιο αγγλικό ή αμερικανικό ΜΜΕ και φυσικά η παραμικρή αναφορά στην Ελλάδα, το γερμανικό κανάλι ARD ανέφερε πως, προκειμένου οι τράπεζες να αποδεχτούν κούρεμα της τάξης του 50%, χρειάστηκε η Γερμανίδα καγκελάριος Μέρκελ να υποσχεθεί τη μετατροπή του δικαίου του αναδιαρθρωμένου χρέους από ελληνικό σε ξένο (πιθανώς αγγλικό που είναι το πιο ευνοϊκό για τους δανειστές και το λιγότερο ευνοϊκό για τους δανειολήπτες).
Η πρακτική σημασία αυτής της μετατροπής του δικαίου (αν το ρεπορτάζ του ARD επιβεβαιωθεί) που διέπει το ελληνικό χρέος την οποία προσπάθησα χωρίς επιτυχία να αναδείξω από το ξέσπασμα της ελληνικής κρίσης (σχετικές δημοσιεύσεις συμπεριλαμβάνονται στο βιβλίο «Υπόθεση Ελληνική Κρίση – Περίεργες Συμπτώσεις», εκδόσεις Λιβάνη) δημοσιεύοντας σχετικές διεθνείς εκθέσεις νομικών εταιρειών και πανεπιστημίων του εξωτερικού είναι τεράστια.
Προκειμένου αυτό να γίνει κατανοητό, παραθέτω μεταφρασμένο το κείμενο μίας άλλης έκθεσης που δημοσιεύτηκε ειδικά για το συγκεκριμένο θέμα τον Φεβρουάριο του 2011 από τα νομικά τμήματα των πανεπιστημίων New York, Duke και Chicago, δηλαδή τριών εκ των μεγαλύτερων του κόσμου. Σε αυτήν αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής:
«Τα διεπόμενα από ελληνική νομοθεσία ελληνικά ομόλογα παρέχουν στους κατόχους τους μηδενική δυνατότητα άρνησης συμμετοχής σε μία αναδιάρθρωση ελληνικού χρέους σε αντίθεση με τα ομόλογα που διέπονται από αγγλικό δίκαιο... Η Ελλάδα μπορεί να αλλάξει μονομερώς τους όρους που διέπουν τα ελληνικά ομόλογα αλλάζοντας το ελληνικό δίκαιο, αλλά δεν μπορεί να αλλάξει τους όρους ομολόγων που διέπονται από αγγλικό δίκαιο».
Με απλά λόγια η Ελλάδα μπορούσε (και εξακολουθεί να μπορεί για ένα μεγάλο τμήμα του χρέους, μέχρι να υπογράψει τη νέα συμφωνία) να προχωρήσει όποτε ήθελε, μονομερώς, σε αναδιάρθρωση του χρέους της και οι τράπεζες θα έπρεπε, υποχρεωτικά, να συμμετάσχουν σε αυτήν, ενώ παράλληλα, με τις κατάλληλες ενέργειες, δεν θα προκαλούνταν ούτε πιστωτικό γεγονός (το θέμα αναδιάρθρωσης χωρίς πιστωτικό γεγονός αναλύεται διεξοδικά σε άλλη έκθεση του Harvard που αναφέρεται παραπάνω).
Πόσο τοις εκατό του ελληνικού χρέους, όμως, διεπόταν από ελληνικό δίκαιο μέχρι τον Μάιο του 2010 που η Ελλάδα προσέφυγε στο ΔΝΤ; Η απάντηση, που δίνεται επίσης από την ίδια έκθεση, είναι το 90% αυτού, όταν το ελληνικό χρέος υπολογιζόταν στα 319 δισ. ευρώ.
Μέχρι τότε η Ελλάδα είχε εξασφαλισμένη τη νομική δυνατότητα να προχωρήσει μονομερώς σε μία αναδιάρθρωση ακόμη και στο 90% του ελληνικού χρέους, η οποία θα μπορούσε να λάβει όποια μορφή η ίδια αποφάσιζε (παράδειγμα χωρίς κούρεμα, αλλά μόνο με ανταλλαγή παλαιών με νέα ομόλογα λήξης σε 30-50 χρόνια και με πολύ χαμηλό επιτόκιο), πάντα σε συνεννόηση με τους διεθνείς οργανισμούς και τις τράπεζες, αλλά με τρόπο που να έδινε προτεραιότητα στο δικό της συμφέρον.
Έτσι, αν η Ελλάδα επέλεγε, όπως τελικά έγινε τώρα, το σενάριο της αναδιάρθρωσης του χρέους με κούρεμα, τότε θα μπορούσε να αναδιαρθρώσει χρέος ύψους 287,1 δισ. μονομερώς.
Σε μία τέτοια περίπτωση θα ήταν αρκετή μία αναδιάρθρωση της τάξης του 30% για να ρίξει το χρέος στο 95% του ΑΕΠ μέσα σε τρεις με έξι μήνες, όσο δηλαδή προβλεπόταν από τις διεθνείς εκθέσεις ότι θα διαρκούσε μία ελληνική αναδιάρθρωση μαζί με τις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές κάτω από αυτές τις συνθήκες.
Και όλα αυτά χωρίς την ύφεση που έφερε το Μνημόνιο, χωρίς την εκτίναξη της ανεργίας, την κατάρρευση της χρηματιστηριακής αγοράς και τις όποιες άλλες συνέπειες της κρίσης.
Αν τώρα η Ελλάδα αποφάσιζε να προχωρήσει σε μία αναδιάρθρωση της τάξης του 50%, όπως αποφασίστηκε τώρα, τότε το χρέος της ως ποσοστό του ΑΕΠ της θα μειωνόταν υπό αυτό το σενάριο στο 58%.
Ακόμη και σήμερα όμως (αν το ρεπορτάζ του ARD επιβεβαιωθεί), πριν εγκριθεί από την ελληνική Βουλή η συμφωνία για το κούρεμα κατά 50%, η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να εκμεταλλευτεί το νομικό της πλεονέκτημα, το οποίο ισχύει για ένα πολύ μεγάλο ποσοστό του χρέους της, που με βάση πρόχειρους υπολογισμούς είναι κοντά στα 240 δισ. ευρώ.
Αυτό σημαίνει ότι, αν η Ελλάδα αποφάσιζε αύριο μονομερώς να προχωρήσει σε κούρεμα ύψους 50%, το χρέος θα μειωνόταν κατά 120 δισ. ευρώ και το ύψος του ως ποσοστό του ΑΕΠ θα συρρικνωνόταν άμεσα στο 110%.
Αντίθετα, με βάση το σενάριο που τελικά επέλεξε (ή υποχρεώθηκε να επιλέξει) η Ελλάδα, το χρέος θα βρίσκεται (με τις καλύτερες προϋποθέσεις) στο 120% του ΑΕΠ το 2020 και κοντά στο 110% του ΑΕΠ το 2030, δηλαδή υψηλότερα σχεδόν απ' ό,τι όλο το διάστημα από το 1970 μέχρι το 2009 και φυσικά έχοντας πληρώσει επιπλέον ένα εξαιρετικά μεγάλο τίμημα, το οποίο, μάλιστα, κανείς δεν μπορεί ακόμη να υπολογίσει με ακρίβεια.
Όπως και να έχει (και ιδιαίτερα αν το ρεπορτάζ του ARD δεν επιβεβαιωθεί, οπότε ακόμη και με το νέο PSI η Ελλάδα θα διατηρήσει το χρέος της σε ελληνικό δίκαιο), με βάση εκθέσεις από τέσσερα, πλέον, μεγάλα πανεπιστήμια του εξωτερικού η Ελλάδα έχει πράγματι ένα εξαιρετικά μεγάλης σημασίας διαπραγματευτικό χαρτί στα χέρια της, το οποίο εξακολουθεί να μη χρησιμοποιεί, παρά το γεγονός πως έχει κάθε δικαίωμα να το πράξει, ιδιαίτερα τώρα που όλοι «αναγνωρίζουν» τις τεράστιες θυσίες που έχουν υποστεί οι Έλληνες.
Φαίνεται, μάλιστα, πως αυτό το διαπραγματευτικό χαρτί αποτέλεσε βασικό θέμα συζήτησης μεταξύ Μέρκελ και τραπεζών τα ξημερώματα της 27ης Οκτωβρίου και πιθανόν να ήταν η υπόσχεση της Μέρκελ να το «κάψει» που τελικά έπεισε τις τράπεζες να αποδεχτούν τη συμφωνία για το κούρεμα κατά 50%.
* Επικεφαλής χρηματιστηριακός τεχνικός αναλυτής (XrimaNews.gr, WTAEC Ltd, GSTA/EKTA Ltd)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου