Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2011

Τα πρόσωπα του Παλαιού Καθεστώτος



Από το Βλέμμα 

Tου Nίκου Ξυδάκη

Οι κινητοποιήσεις των ταξιτζήδων τον τελευταίο καιρό έκαναν γνωστό τον πρόεδρό τους Θύμιο Λυμπερόπουλο και το άκρως επιθετικό του στυλ, με τις αποστροφές «θα πεθάνουμε όλοι», «θα τον λιώσω» κ.ο.κ. Αυτό που δεν γνώριζε ο πολύς κόσμος είναι ότι ο κ. Λυμπερόπουλος, τον οποίο διέγραψε προχθές από τη Νέα Δημοκρατία ο Αντώνης Σαμαράς, ήταν αναπληρωτής τομεάρχης Μεταφορών του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Η παρουσία αυτού του ανθρώπου, με το συγκεκριμένο πολιτικό ήθος, μας δείχνει ανάγλυφα μία από τις όψεις του τρομακτικού πολιτικού προβλήματος που συγκλονίζει τη χώρα: την ποιότητα του πολιτικού προσωπικού.


Υπάρχουν πολλοί σαν τον κ. Λυμπερόπουλο στα κόμματα, και εκατοντάδες άλλοι πολύ χειρότεροί του, είτε κατά την ποιότητα λόγου, σκέψης και πράξεων είτε κατά τον βαθμό εξάρτησής τους από εξωθεσμικά κέντρα είτε κατά τη φαυλότητα και ανικανότητα.


Το διαπιστώνει εύκολα κανείς, παρατηρώντας ποιοι συνθέτουν τις κοινοβουλευτικές ομάδες, κι ακόμη περισσότερο όταν ακούσεις προσεκτικά τι λένε, στη Βουλή ή στα μήντια: αφόρητες κοινοτοπίες, ξύλινα λόγια, κενολογία, στόμφος, ατάκες, ευφυολογήματα, θραύσματα παροιμιών, ασυναρτησίες.

Σε μια μεγάλη παρέα πρόσφατα, αφού ακούσαμε λόγους πολιτικών ηγετών, αναρωτηθήκαμε: Υπάρχει Έλληνας πολιτικός σήμερα που να γνωρίζει ποιος είναι ο Νίκος Καρούζος, ο Χρήστος Καρούζος, ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, ο Τάκης Παπατσώνης; Δύο απ’ αυτούς μάλιστα υπήρξαν κορυφαίοι δημόσιοι λειτουργοί.

Μελαγχολικά καταλήξαμε ότι μάλλον ελάχιστοι τους έχουν ακούσει σαν ονόματα, σίγουρα κανείς δεν τους έχει διαβάσει. Συνάγεται αβίαστα από την ποιότητα του λόγου, από την ανυπαρξία αναφορών, λες κι ένα τεράστιο ρήγμα χωρίζει τους σημερινούς πολιτικούς άνδρες από όλη τη λόγια και δημώδη παράδοση του νεότερου ελληνισμού.

Εξ ου και η έκπληξη (αλλά και η χλεύη!) των δημοσιολογούντων όταν ακούστηκαν στίχοι του Αρ. Βαλαωρίτη από τον βουλευτή Π. Κουρουμπλή και στίχοι του Οδ. Ελύτη από τον Αντώνη Σαμαρά.

H κρίση μεγέθυνε τις αδυναμίες και απογύμνωσε τους πολιτικούς, τους έδειξε όπως είναι: λίγους, αδύναμους, ανεπαρκείς. Ελάχιστοι διασώζονται, κι αυτοί δεν είναι αρκετοί να αλλάξουν τη συνολική εικόνα ή να αλλάξουν τον ρουν των εξελίξεων.

Το ζήτημα όμως τώρα δεν είναι να ελεεινολογήσουμε το υπάρχον πολιτικό προσωπικό, αλλά να αναρωτηθούμε, αφενός, γιατί τους εξέλεγε επιμόνως ο ελληνικός λαός, τόσα χρόνια, αφετέρου, ποια είναι η προοπτική εφεξής, τι μπορεί να ανοικοδομηθεί επί των ερειπίων του παλιού κόσμου.

Η απάντηση αναπόφευκτα στρέφεται στην πελατειακή σχέση ψηφοφόρου - πολιτικού, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί από καταβολής του ελληνικού κράτους. Είναι μια ισχυρή εξήγηση, αλλά δεν είναι αρκετή. Η πελατειακή σχέση ισχύει και σε άλλες χώρες, με άλλες μορφές, και πάντως είναι σύμφυτη του κοινοβουλευτισμού και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.

Υπό μία έννοια μάλιστα είναι και φυσιολογική: ο εντολέας περιμένει συνέπεια από τον εντολοδόχο, συνέπεια λόγων και πράξεων, εκπλήρωση υποσχέσεων. Το προέχον είναι η ποιότητα των εντολοδόχων και η ποιότητα των συνομολογήσεων.

Στον πολιτικό βίο της Μεταπολίτευσης παρατηρήσαμε μια σταθερά αυξανόμενη εξαχρείωση των προσώπων και των συνομολογήσεων, που έφτασε στη διάλυση του κράτους και στη διάχυση μιας πολιτικής κουλτούρας παρασιτισμού, απαξίωσης του δημόσιου χώρου, εκχώρησης της πολιτικής ισχύος σε εξωθεσμικά κέντρα και σε φαύλους διαμεσολαβητές.

Την πρώτη ευθύνη τη φέρουν ασφαλώς οι εντολοδόχοι, οι αιρετοί, αλλά δεν είναι άμοιροι ευθυνών και οι παραθεσμικοί παράγοντες, όπως επίσης και οι ίδιοι οι πολίτες που εθελουσίως έθεσαν εαυτούς σε ένα ιδιότυπο status πολιτικού ανδραπόδου.

Η καθυστέρηση των παραγωγικών δομών και η παρασιτική οικονομία ήρθε ως αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής της αμοιβαίας εξαχρείωσης: οι πολιτικοί και οι κρατικοδίαιτοι διαπλεκόμενοι εσκεμμένως δεν προήγαγαν τον ουσιώδη εκσυγχρονισμό της οικονομίας· οι φεουδαρχικές δομές υπηρετούσαν πολύ πιο αποτελεσματικά τις επιδιώξεις κυριαρχίας τους επί των πολιτών - πληβείων.

Οι πληβειοποιημένοι, με τη σειρά τους, επέλεγαν την ευκολία ενός διορισμού και όχι τη δοκιμασία μιας εργασίας, κι αν δεν συμμετείχαν σε αυτό το σπιράλ δεν είχαν πολλές δυνατότητες να ενταχθούν αλλιώς στην παραγωγή.

Μεγάλο μέρος του μικρομεσαίου πλήθους δεν βολεύτηκε σε αυτή την εξαχρειωτική δομή. Δημιούργησε εργασίες, επιστήμη, τέχνη, συχνά εναντίον ενός κατάφωρα εχθρικού περιβάλλοντος. Δεν μπόρεσε όμως να αλλάξει τη δομή εξαχρείωσης, δεν μπόρεσε να εισχωρήσει στον ιστό εξουσίας, ακριβώς διότι οι κυβερνώντες αναπαρήγαγαν τους εαυτούς τους και φύλαγαν σθεναρά τις θέσεις.

Και στα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας η είσοδος, η μύηση, η αναρρίχηση ξεκινούσαν από πολύ νωρίς, από το οικογενειακό περιβάλλον ή απ’ τα σχολικά χρόνια, και εν συνεχεία υπήρχαν ισχυρά φίλτρα καθ’ οδόν προς την κορυφή.

Τα κόμματα που έφτασαν την Ελλάδα σε αυτό το σημείο είχαν προ πολλού μετατραπεί σε μηχανισμούς νομέων εξουσίας, οι οποίοι κατανοούσαν την κοινωνία μόνο ως δεξαμενή ψήφων και των οποίων το μόνο μέλημα ήταν η παντί τρόπω πολιτική επιβίωση και ο προσωπικός πλουτισμός – και είναι ακόμη και αυτή τη στιγμή της καταστροφής.

Τι μπορεί να γίνει; Γνωρίζουμε τι δεν πρέπει να γίνει. Τι δεν πρέπει να επαναληφθεί. Γνωρίζουμε ότι οι περισσότεροι του Ancien Regime θα εξαφανιστούν. Από 'κεί και πέρα, όλα είναι ανοιχτά. Σύμφωνα με το αισιόδοξο σενάριο, νέα πρόσωπα, νέα υποκείμενα, νέες δυνάμεις θα αναδυθούν. Δεν μπορούμε παρά να ελπίζουμε.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου