Τρίτη 20 Μαρτίου 2012

Η απειλή των τιμών πετρελαίου επιστρέφει


Από τους Financial Times (via Euro2day)

Του Andrew Sentance

Το 2008-09 το χάος στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές έφερε μεγάλη ύφεση σε όλο το φάσμα της παγκόσμιας οικονομίας. Η ανάκαμψη από την ύφεση προδόθηκε από ένα ξεχωριστό πρόβλημα στις αγορές: τις κλιμακούμενες και ευμετάβλητες τιμές της ενέργειας και των εμπορευμάτων.

Το 2010 η παγκόσμια οικονομία ανέκαμψε πιο δυναμικά από την ύφεση, σε σχέση με όσα περίμεναν οι περισσότεροι οικονομολόγοι. Αλλά με την ισχυρότερη ανάπτυξη προκλήθηκαν υψηλότερες τιμές στην ενέργεια και στα εμπορεύματα. Η τιμή του πετρελαίου έπεσε σχεδόν από τα 150 δολ. ανά βαρέλι στα μέσα του 2008 στα 40-45 δολ. περίπου στις αρχές του 2009. Δεν έμεινε όμως εκεί παρά για λίγους μήνες. Έως τις αρχές του 2010 είχε επιστρέψει στα 75-80 δολ., οδεύοντας πάλι πάνω από τα 100 δολάρια.


Πέρσι εκδηλώθηκε άνοδος με ευρύτερη βάση στα εμπορεύματα και στην ενέργεια, ανεβάζοντας τα επίπεδα του πληθωρισμού σε όλο τον πλανήτη. Η πίεση στους καταναλωτές που προκάλεσε αυτή η εκτίναξη των τιμών ήταν ο βασικός παράγοντας για την επιβράδυνση στη διεθνή οικονομία πέρσι.

Όμως, καθώς η παγκόσμια οικονομία αρχίζει και πάλι να δείχνει περισσότερα σημάδια ζωής τους πρώτους μήνες του 2012, η τιμή του πετρελαίου ενισχύεται και πάλι, με το αργό brent κοντά στα 125 δολ.

Αν κοιτάξουμε την περασμένη δεκαετία, θα παρατηρήσουμε ένα άσχημο μοτίβο. Η σχετική σταθερότητα στις τιμές της ενέργειας και των εμπορευμάτων που επικράτησε από τα μέσα της δεκαετίας του '80 έως τις αρχές της δεκαετίας του 2000 έδωσε τη θέση της σε μια παρατεταμένη περίοδο ανόδου και μεταβλητότητας τιμών. Κι αυτό δείχνει μια θεμελιώδη ισορροπία προσφοράς και ζήτησης.

Οι νέες πηγές προσφοράς ενέργειας και φυσικών πόρων είναι ακριβές και καθυστερούν να δρομολογηθούν. Όμως, η ζήτηση ανεβαίνει εξαιτίας των δραστηριοτήτων των 5,8 δισ. ανθρώπων που ζουν στον πλανήτη, οι οποίοι στη συντριπτική τους πλειονότητα συμμετέχουν στο διεθνές οικονομικό σύστημα και ευελπιστούν σε υψηλότερο βιοτικό επίπεδο. Δεν έχουμε ξαναζήσει ποτέ τέτοια κατάσταση.

Αν, όπως προβλέπουν πολλοί παρατηρητές, η παγκόσμια οικονομία αρχίσει να δείχνει και πάλι δυναμισμό, θα δούμε μία ακόμη φάση ανόδου στις τιμές της ενέργειας και των εμπορευμάτων, που θα συνεχιστεί το 2013 και πιθανόν και το 2014. Αυτό πιθανότατα θα αυξήσει τον πληθωρισμό παγκοσμίως και ίσως τελικά πλήξει την ανάπτυξη καθώς θα συρρικνώνει τα βιοτικά στάνταρ.

Ούτε μπορούμε να εγγυηθούμε ότι η επερχόμενη εκτίναξη στις τιμές της ενέργειας και των εμπορευμάτων θα είναι η τελευταία. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’80 το περιβάλλον ήταν τέτοιο όπου παγκόσμια οικονομία λογιζόταν ένα μικρό κλαμπ από δυτικές οικονομίες που καταλάμβαναν μικρό κομμάτι του πληθυσμού της Γης.

Τώρα έχουμε ένα πραγματικά διεθνές οικονομικό σύστημα και έναν παγκόσμιο πληθυσμό διπλάσιο από αυτόν της δεκαετίας του '60. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, είναι δύσκολο να προβλέψουμε πότε θα μπορούσε να τελειώσει αυτή η φάση της διεθνούς μεταβλητότητας των τιμών.

Τι θα πρέπει να κάνουν οι ρυθμιστές; Οι κεντρικοί τραπεζίτες στις δυτικές οικονομίες σε γενικές γραμμές κάνουν τα στραβά μάτια στις εκτινάξεις του πληθωρισμού που προκαλούν τα διαδοχικά κύματα πληθωρισμού στις τιμές της ενέργειας και των εμπορευμάτων. Αρχικά αυτό έγινε επειδή ξεκινήσαμε από θέσεις αποπληθωρισμού στον απόηχο της ασιατικής κρίσης του '90. Στη συνέχεια, λόγω των αναγκών της παγκόσμιας κρίσης, οι ρυθμιστές τείνουν να αντιμετωπίζουν τα ξεσπάσματα του πληθωρισμού διεθνώς ως προσωρινά και δεν παρακινούνται να αντιδράσουν.

Το κλειδί για τη δυνατότητα των κεντρικών τραπεζών να αντιμετωπίσουν το ζήτημα είναι η σταθερότητα στις πληθωριστικές προσδοκίες και η θεμελιώδης εμπιστοσύνη στη δυνατότητά τους να διατηρήσουν σταθερές τιμές μεσοπρόθεσμα.

Κατά την άποψή μου, μια στρατηγική της «αντίστασης στον άνεμο» των ακριβών τιμών ενέργειας και εμπορευμάτων – με την προσπάθεια επηρεασμού της συναλλαγματικής ισοτιμίας και των προοπτικών για τις αυξήσεις τιμών – θα έχει περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας για τη συγκράτηση των πληθωριστικών προοπτικών και τη διατήρηση της αξιοπιστίας των κεντρικών τραπεζών.

Τη δεκαετία του 1970 η δυτική κεντρική τράπεζα που πήρε πιο σοβαρά από όλες την πληθωριστική απειλή από τις τιμές ενέργειας και εμπορευμάτων, η γερμανική Bundesbank, βγήκε από εκείνη την περίοδο μεταβλητότητας με πολύ τονωμένη τη φήμη της. Άλλες, όπως η Τράπεζα της Αγγλίας, έδωσαν μακρά μάχη με υψηλό πληθωρισμό και είχαν πολύ χειρότερη παρουσία.

Σήμερα, το επίκεντρο των δυτικών κεντρικών τραπεζών είναι να καταπολεμήσουν τις επιπτώσεις της κρίσης και όχι την απειλή από τις τιμές της ενέργειας και των εμπορευμάτων. Αυτή η άποψη ίσως ήταν σωστή το 2008-09. Όμως, ένα νέο ξέσπασμα του πληθωρισμού στις τιμές ενέργειας και εμπορευμάτων θα απαιτήσει εντελώς διαφορετική προσέγγιση.

* Ο κ. Andrew Sentance είναι ιθύνων οικονομικός σύμβουλος της PwC και διετέλεσε μέλος της επιτροπής καθορισμού επιτοκίων της Bank of England την περίοδο 2006 - 2011


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου