Από Το Ποντίκι 22.3.2012
Το
ποδόσφαιρο μπορεί να προσεγγίσει κανείς με πολλούς και διάφορους τρόπους: ο
μεγάλος σταρ της Μάντσεστερ Ερίκ
Καντονά έλεγε: «Η μπάλα είναι σαν τη γυναίκα, της αρέσει να τη
χαϊδεύουν». Η Mia Hamm (για
πολλούς η κορυφαία γυναίκα ποδοσφαιριστής) παίζοντας ποδόσφαιρο έχει βγάλει το
συμπέρασμα ότι «όποιος λέει ότι η νίκη δεν είναι το παν, μάλλον δεν έχει
νικήσει ποτέ του».
Επίσης,
το δίδαγμα που έβγαλε παίζοντας μπάλα ο Ρόι
Κιν, παίκτης - σύμβολο της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, είναι:
«Απέτυχες να ετοιμαστείς; Ετοιμάσου να αποτύχεις». Αυτό το τελευταίο, μετά τα
όσα συνέβησαν την περασμένη Κυριακή στο Ολυμπιακό Στάδιο, μάλλον θα πρέπει να
το σκεφτούν λίγο παραπάνω οι
«αρμόδιοι».
Στους
«αρμόδιους» περιλαμβάνονται οι ιθύνοντες της Ελληνικής Αστυνομίας, οι
διοικητικοί παράγοντες του ποδοσφαίρου, οι αρμόδιοι κρατικοί φορείς, οι
ιδιοκτήτες - μέτοχοι των ομάδων. Όλοι αυτοί οι οποίοι παρακολούθησαν το κάψιμο
του Ολυμπιακού Σταδίου την περασμένη Κυριακή και τον βαρύτατο τραυματισμό ενός
παιχνιδιού (με τη βαθύτερη και
ευρύτερη σημασία της λέξης «παιχνίδι», που είναι κάτι πολύ περισσότερο από
έναν αγώνα μεταξύ ΠΑΟ και Ολυμπιακού).
Η χειραγώγηση
Στους
αρμόδιους, προφανώς, δεν μπορεί να συμπεριλάβει κανείς τους χουλιγκάνους, που
συχνά - πυκνά τα κάνουν γυαλιά - καρφιά, όπως την περασμένη Κυριακή. Αυτοί
θυμίζουν τον Ρέι Φέρφαξ,
αμυντικό της Νόρθαμπτον, ο οποίος είχε πει για τον Μπεστ ύστερα από έναν αγώνα
στον οποίο ανέλαβε να τον μαρκάρει: «Η μόνη φορά που
βρέθηκα κοντά του ήταν όταν κάναμε χειραψία πριν από το παιχνίδι». Αυτή λοιπόν
είναι και η επαφή των χουλιγκάνων με το ποδόσφαιρο - παιχνίδι.
Η βαθύτερη σημασία του ποδοσφαίρου
μπορεί να μην έχει γίνει αντιληπτή από τους τύπους που συνηθίζουν να δέρνονται
μεταξύ τους και με την αστυνομία με αφορμή ένα ποδοσφαιρικό παιχνίδι, είναι
όμως σαφέστατη σε
κάποιους δάσκαλους της μπάλας. Ο Μπιλ
Σάνκλι, εμβληματική φυσιογνωμία του βρετανικού ποδοσφαίρου και
επί χρόνια προπονητής της Λίβερπουλ, έχει υπογραμμίσει: «Μερικοί λένε ότι το
ποδόσφαιρο εί ναι θέμα ζωής και θανάτου. Σας διαβεβαιώνω ότι είναι ακόμα πιο
σημαντικό».
Η δύναμη και το βάθος της διασύνδεσης
του παιχνιδιού με τη μάζα δίνουν
στο ποδόσφαιρο τη σημασία που του αποδίδει ο Μπιλ Σάνκλι. Η μάζα μεταφέρει το
παιχνίδι στην αγορά (εμπόρευμα).
Και η χειραγώγηση της μάζας, ως πάγιος και μύχιος στόχος της εξουσίας,
μεταφέρει το ποδόσφαιρο στη σφαίρα της πολιτικής.
Κάπως έτσι αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε ότι ο Σάνκλι δεν υπερέβαλλε...
Μιλώντας
για πολιτική και χειραγώγηση, φτάνουμε και στο φαινόμενο της βίας. Η βία στο ποδόσφαιρο είναι μια
βία που τη βλέπουν όλοι και ως εκ τούτου αποτελεί ένα πολύ εμπορεύσιμο είδος από τα
τρομολαγνικά ΜΜΕ.
«Καλύτερα μια άτιμη νίκη»
Η
εικόνα της βίας στα γήπεδα προβάλλεται με έναν τρόπο που αγνοεί, καλύπτει και
αποσιωπά τα αίτια που
τη γεννούν. Αφορμή μπορεί να είναι ένα «σφύριγμα», η οπαδική βεντέτα και ο
συστηματικά καλλιεργημένος κάλος στον
εγκέφαλο των «μαζών». Κάπως έτσι, όπως διαπίστωσε ο Ουμπέρτο Έκο, «αυτή η βία χωρίς
στόχο... είναι σαν βαλβίδα ασφαλείας που κάθε δικτάτορας μπορεί να εκμεταλλευτεί».
Κάποιος
άλλος, βαθύτερα συνδεδεμένος με το ποδόσφαιρο από τον Έκο, ο Αργεντινός δημοσιογράφος
- συγγραφέας (ανάμεσα στα βιβλία του το σπουδαίο «Τα χίλια πρόσωπα του
ποδοσφαίρου») Εδουάρδο Γκαλεάνο,
γνωρίζει ότι τα δάκρυα τρέχουν από τα μάτια
και όχι από το μαντίλι.
Υπ'
αυτήν την έννοια, για να εξηγήσει κανείς το φαινόμενο της βίας στο ποδόσφαιρο
θα πρέπει να κοιτάξει τις κοινωνικές αδικίες,
την περιθωριοποίηση κοινωνικών στρωμάτων, που γεννά απογοήτευση και μίσος. Πάνω απ’ όλα θα πρέπει να δει
την επίδραση που ασκεί στους οπαδούς (στη μάζα) ένα σύστημα του οποίου η
βασική αρχή («Ο θάνατός σου η ζωή μου») μετουσιώνεται από τους ποδοσφαιρικούς
παράγοντες στο δόγμα «Καλύτερα μια άτιμη
νίκη, παρά μια ένδοξη και αξιοπρεπής ήττα».
Πόσο ακόμη;
Στον
χώρο του ποδοσφαίρου αυτοί που «μεγαλούργησαν» τα τελευταία χρόνια «διδάσκοντας»...
συνέπεια και ηθική (ένας αγώνας δίνεται «στα ίσα») – όσα δηλαδή δωρίζει ένα
παιχνίδι όπως το ποδόσφαιρο – θα μείνουν στην ιστορία με τα προσωνύμιά τους:
«Αγαπούλας», «Περίεργος», «Μπαρμπα - Θωμάς», «Χοντρός» και πάει λέγοντας.
Προφανώς,
όλοι αυτοί δεν θα μπορούσαν
να είναι τίποτε διαφορετικό
μέσα σε ένα πολιτικό - οικονομικό περιβάλλον που σάπιζε ταχύτατα, που τρεφόταν
από τις σάρκες του, που το «Ο θάνατός σου η ζωή μου» ήταν η σημαία του.
Η
ανάληψη της τύχης του ποδοσφαίρου, εδώ και αρκετά χρόνια, από ανθρώπους με το
γνωστό σε όλους ποιόν, ήταν, για όσους μπορούν να κατανοήσουν το ποδόσφαιρο και
να νιώσουν τη βαθύτερη σημασία του, ένα αδιάψευστο
σύμπτωμα για τη συνολική κατρακύλα.
Η
εγκατάλειψή του από την ελληνική κρατικοδίαιτη
«ελίτ» αποκάλυπτε ότι δεν είχε τίποτε πια να διεκδικήσει από μια χώρα την οποία είχε
ήδη απομυζήσει μέχρι μυελού οστών. Η απόσυρσή της σήμαινε ότι δεν είχε ανάγκη
τη νομιμοποίηση της δραστηριότητάς της, διότι δεν επρόκειτο στο κοντινό μέλλον να έχει δραστηριότητα.
Η αγελάδα ήταν πλέον κάτισχνη και αφηνόταν να πεθάνει. Όμως τα εγκατελελειμμένα πτώματα μαζεύουν μόνο
τα όρνεα, όπως ακριβώς
έγινε και με το ποδόσφαιρο. Και τελικά με τη χώρα ολόκληρη...
Η
σαπίλα του ελληνικού ποδοσφαίρου απλώς είναι ένα σύμπτωμα της ήττας και του αδιεξόδου του πολιτικού συστήματος.
Στο υποσύστημα - ποδόσφαιρο η εκτόνωση της μάζας, η λειτουργία της βαλβίδας,
μπορεί να στοιχίζει ακριβά όσο
ένα καμένο γήπεδο όπως το ΟΑΚΑ.
Το
πρόβλημα, όμως, στην εποχή της χρεοκοπίας
που ζούμε, είναι πολύ μεγαλύτερο και μπορεί να συνοψιστεί σε
ένα ερώτημα: Πόσο μπορεί
να κοστίσει κάποια στιγμή η αδυναμία του πολιτικού συστήματος να προσφέρει
διέξοδο στο κατά 50% άνεργο πιο δυναμικό κομμάτι της κοινωνίας;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου