Από το Project Syndicate (via Ναυτεμπορική)
Του Τζορτζ Σόρος*
Οι χρηματαγορές απεχθάνονται την αβεβαιότητα. Γι' αυτό βρίσκονται σε φάση κρίσης. Οι κυβερνήσεις της Ευρωζώνης έχουν προβεί σε κάποια σημαντικά βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση για την επίλυση της κρίσης, φαίνεται όμως ότι δεν ήταν αρκετά ώστε να καθησυχάσουν τις αγορές.
Στη συνάντησή τους την 21η Ιουλίου οι ευρωπαϊκές αρχές έθεσαν σε ισχύ μια σειρά ημίμετρων. Καθιέρωσαν την αρχή ότι το νέο δημοσιονομικό όργανο, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF), θα είναι υπεύθυνο για προβλήματα φερεγγυότητας, απέτυχαν όμως να αυξήσουν το μέγεθος του EFSF. Έτσι δεν κατάφεραν να καθιερώσουν μια αξιόπιστη δημοσιονομική αρχή για την Ευρωζώνη. Και ο νέος μηχανισμός δεν θα έχει κατοχυρωθεί μέχρι τον Σεπτέμβριο, το νωρίτερο.
Στο μεταξύ η διοχέτευση ρευστότητας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αποτελεί τον μοναδικό τρόπο ώστε να αποφευχθεί η κατάρρευση της τιμής των ομολόγων που εκδίδουν ορισμένες χώρες - μέλη της Ευρωζώνης.
Κατ' αντίστοιχο τρόπο οι ηγέτες της Ευρωζώνης διεύρυναν τις δυνατότητες του EFSF να ασχοληθεί με τη φερεγγυότητα των τραπεζών, δεν αποφάσισαν όμως τη μεταβίβαση της εποπτείας των τραπεζών από τις εθνικές αρχές σε έναν ευρωπαϊκό φορέα. Και προσέφεραν ένα εκτεταμένο πακέτο οικονομικής βοήθειας προς την Ελλάδα, χωρίς να προβάλουν πειστικά επιχειρήματα για το ότι η διάσωση της χώρας μπορεί να πετύχει: κανόνισαν τη συμμετοχή των κατόχων ομολόγων στο ελληνικό πακέτο διάσωσης, όμως ο διακανονισμός ωφελεί περισσότερο τις τράπεζες από ό,τι την Ελλάδα.
Ίσως (το πιο ανησυχητικό από όλα) η Ευρώπη αναγνώρισε επιτέλους την αρχή – που ακολουθεί εδώ και αρκετό καιρό το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο – ότι οι χώρες σε προγράμματα χρηματοδότησης δεν θα πρέπει να «τιμωρούνται» όσον αφορά το επιτόκιο δανεισμού, όμως η ίδια αρχή δεν επεκτάθηκε και σε χώρες που δεν έχουν ακόμη υπαχθεί σε προγράμματα οικονομικής βοήθειας.
Κατά συνέπεια Ισπανία και Ιταλία χρειάσθηκε να πληρώσουν πολύ περισσότερα για τον δικό τους δανεισμό από ό,τι λαμβάνουν από την Ελλάδα. Αυτό τους δίνει το δικαίωμα να μη συμμετάσχουν στην ελληνική διάσωση αυξάνοντας τις πιθανότητες αποδιάρθρωσης του πακέτου διάσωσης. Οι χρηματαγορές, αναγνωρίζοντας τη συγκεκριμένη πιθανότητα, έχουν αυξήσει το premium κινδύνου για τοποθετήσεις σε ισπανικά και ιταλικά ομόλογα σε μη βιώσιμα επίπεδα. Η παρέμβαση της ΕΚΤ βοήθησε, δεν αποκατέστησε όμως το πρόβλημα.
Η κατάσταση γίνεται σιγά-σιγά ανυπόφορη. Οι αρχές προσπαθούν να κερδίσουν χρόνο, όμως ο χρόνος εξαντλείται. Η κρίση πλησιάζει σιγά-σιγά το σημείο κορύφωσης. Η Γερμανία και άλλες χώρες της Ευρωζώνης με αξιολόγηση ΑΑΑ θα πρέπει να αποφασίσουν εάν είναι πρόθυμες να διακινδυνεύσουν τα δικά τους επιτόκια δανεισμού, ώστε να επιτρέψουν Ισπανία και Ιταλία να αναχρηματοδοτήσουν τα ομόλογά τους σε λογικά επιτόκια.
Ισπανία και Ιταλία θα οδηγηθούν ανηλεώς σε προγράμματα διάσωσης. Εν ολίγοις Γερμανία και οι υπόλοιπες χώρες με αξιολογήσεις ΑΑΑ πρέπει να συμφωνήσουν σε ένα καθεστώς ευρωομολόγου, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο. Ειδάλλως, το ευρώ θα καταρρεύσει.
Θα πρέπει να αναγνωριστεί ότι μια μη ελεγχόμενη στάση πληρωμών ή έξοδος από την Ευρωζώνη – ακόμη και για μια μικρή χώρα, όπως η Ελλάδα – θα οδηγήσει σε τραπεζική κρίση, συγκρίσιμη με εκείνη που προκάλεσε τη Μεγάλη Ύφεση.
Δεν τίθεται πλέον το ερώτημα εάν αξίζει τον κόπο να υπάρχει ένα κοινό νόμισμα. Το ευρώ υπάρχει και η κατάρρευσή του θα προκαλούσε ανυπολόγιστες ζημίες στο τραπεζικό σύστημα. Κατά συνέπεια η επιλογή που έχει η Γερμανία είναι περισσότερο εμφανής παρά πραγματική – και είναι μια επιλογή, το τίμημα της οποίας θα αυξηθεί για όσον καιρό η Γερμανία καθυστερεί να αποφασίσει.
Η κρίση του ευρώ είχε τις «ρίζες» της στην απόφαση της Γερμανίδας καγκελαρίου, Άνγκελα Μέρκελ, την οποία έλαβε στον απόηχο της χρεοκοπίας της Lehman Brothers το Σεπτέμβριο του 2008, ότι οι εγγυήσεις για την αποφυγή επόμενων χρεοκοπιών θα πρέπει να προέρχονται όχι από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά από κάθε χώρα ξεχωριστά. Και ήταν η γερμανική αναβλητικότητα που επιδείνωσε την ελληνική κρίση και προκάλεσε τη μετάδοση σε άλλες χώρες, μετατρέποντάς την σε υπαρξιακή κρίση για την Ευρώπη.
Μόνο η Γερμανία μπορεί να ανατρέψει τη δυναμική της αποσύνθεσης στην Ευρώπη. Αυτό δεν θα γίνει εύκολα: Η Μέρκελ, εξάλλου, είχε ερμηνεύσει σωστά τη διάθεση της κοινής γνώμης, όταν έλαβε εκείνη τη μοιραία απόφαση, και η εσωτερική πολιτική ατμόσφαιρα στη Γερμανία έχει από τότε καταστεί ακόμη πιο «αφιλόξενη» στην επιμήκυνση των πιστώσεων προς την υπόλοιπη Ευρώπη.
Η Μέρκελ μπορεί να ξεπεράσει την πολιτική αντίδραση μόνο κάτω από συνθήκες κρίσης και μόνο με μικρά βήματα. Το επόμενο βήμα πιθανότατα θα αφορά την αύξηση των πόρων του EFSF. Αλλά, την εποχή που θα αποφασισθεί, μπορεί να βρίσκεται σε κίνδυνο η αξιολόγηση ΑΑΑ της Γαλλίας.
Πράγματι, την εποχή που η Γερμανία θα συμφωνήσει σε ένα καθεστώς ευρωομολόγου, μπορεί να διακυβεύεται η ίδια η αξιολόγηση ΑΑΑ της χώρας.
Ο μόνος τρόπος για να γλιτώσει η Ευρώπη από αυτή την παγίδα είναι να ενεργήσει προβλέποντας τις αντιδράσεις των αγορών, αντί να υποκύπτει στις πιέσεις τους για δράση. Αυτό θα προϋπέθετε βαθύ διάλογο και ενδοσκόπηση, ειδικά στη Γερμανία, που ως η μεγαλύτερη και καλύτερα αξιολογηθείσα οικονομία στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει βρεθεί στη θέση να αποφασίζει για το μέλλον της Ευρώπης.
Αυτός είναι ένας ρόλος που η Γερμανία ήταν πρόθυμη να αποφύγει και παραμένει απρόθυμη να τον αποδεχθεί. Όμως η Γερμανία δεν έχει στην ουσία άλλη επιλογή. Η διάσπαση του ευρώ θα προκαλούσε μια τραπεζική κρίση που θα ήταν πέραν των δυνατοτήτων των διεθνών χρηματοπιστωτικών αρχών να ελέγξουν. Όσο περισσότερο αργεί η Γερμανία να το συνειδητοποιήσει, τόσο μεγαλύτερο θα είναι το τίμημα που θα αναγκαστεί να πληρώσει.
* Πρόεδρος της Soros Fund Management και του Open Society Institute
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου