Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2011

«Να γίνει της... Κορέας στην Ευρώπη»


Από το Euro2day

Επιφανειακά η κατάσταση στην ευρωζώνη σήμερα φαίνεται να διαφέρει πολύ από αυτήν που επικρατούσε στη Νότια Κορέα το φθινόπωρο του 1997. Και οι δυο αποτελούν περιπτώσεις σοβαρής οικονομικής κρίσης. Όμως τα προβλήματα της ευρωζώνης πηγάζουν από τα υψηλά επίπεδα κρατικού χρέους, ενώ η Νότιος Κορέα αντιμετώπισε μια μαζική φυγή κεφαλαίων και μια κατάρρευση του νομίσματός της –και σχεδόν όλο το χρέος βρίσκονταν στον επιχειρηματικό τομέα, σύμφωνα με τον οικονομολόγο Simon Johnson.*


Ωστόσο η ευρωζώνη θα μπορούσε να μάθει από την εμπειρία της Νοτίου Κορέας, η οποία ξεπέρασε την κρίση πιο γρήγορα από όσο αναμενόταν συνδυάζοντας λογικές μεταρρυθμίσεις με μια ταχεία ανάκαμψη. Το «κλειδί» της ανάκαμψης της Νοτίου Κορέας ήταν η μεγάλη υποτίμηση του νομίσματός της, του won. Μια υποτίμηση του ευρώ φαίνεται ότι είναι ένας πιθανός τρόπος ώστε η ευρωζώνη να ξεπεράσει την κρίση.

Κάθε κρίση είναι διαφορετική, τονίζει ο κ. Johnson, όμως η Ν. Κορέα είχε αρκετά κοινά χαρακτηριστικά με άλλες προβληματικές αναδυόμενες αγορές τη δεκαετία του 1990. Μεγάλες εταιρείες με πολιτικές διασυνδέσεις – γνωστές και ως chaebol – επεκτάθηκαν ταχύτατα με το να παίρνουν τεράστια ποσά φθηνού χρέους.

Οι εξωτερικοί μέτοχοι είχαν ελάχιστη επιρροή στους ισχυρούς που διοικούσαν το chaebol και οι πιστωτές δάνειζαν λεφτά «αβέρτα» υποθέτοντας πως τα μεγαλύτερα chaebol ήταν πολύ σημαντικά για την κυβέρνηση ώστε να τα αφήσει να χρεοκοπήσουν.

Eν τω μεταξύ οι πολιτικοί παράγοντες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην αύξηση του χρέους – δημιουργώντας ευάλωτα σημεία που θα μπορούσαν γρήγορα να μετατραπούν σε οικονομική κρίση αν οι επενδυτές αισθάνονταν νευρικότητα. Αν και οι κρατικές τράπεζες της Νότιας Κορέας θεωρητικά ήλεγχαν τη ροή κεφαλαίων, οι στενές σχέσεις μεταξύ της κυβέρνησης και του ιδιωτικού τομέα σήμαινε ότι τα chaebol αισθάνονταν ότι δεν είχαν και πολλά να φοβηθούν.

Όπως επισημαίνει, «το φθινόπωρο του 1997, μετά τις κρίσεις σε Ταϊλάνδη και Ινδονησία, ξέσπασε πανικός στη Νότια Κορέα. Καθώς το νόμισμα υποτιμούνταν, τα ξένα δάνεια του επιχειρηματικού τομέα έγιναν πιο επαχθή – δημιουργώντας ακόμα μεγαλύτερο πανικό. Η στήριξη που προσέφερε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δεν σταθεροποίησε την κατάσταση.

Η ευρωζώνη σήμερα δεν έχει πρόβλημα ξένου χρέους – το χρέος της είναι σε ευρώ και το μεγαλύτερο μέρος αυτού το χρωστούν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις στις εγχώριες τράπεζες. Όμως αυτός είναι ένας «τοξικός» συνδυασμός, όπως ανακάλυψαν η Ελλάδα και η Ιταλία. Η δυναμική του χρέους της Ευρώπης διαφέρει αρκετά από αυτήν της Ν. Κορέας, όμως το πρόβλημα και στις δυο περιπτώσεις θα μπορούσε να θεωρηθεί αξεπέραστο.

Η προφανής οδός διαφυγής περνάει μέσα από την οικονομική ανάπτυξη, η οποία θα μπορούσε να μειώσει το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ και να κάνει τις καταβολές τόκων να μοιάζουν λογικές.

Όμως δεν υπάρχουν καθιερωμένοι τρόποι για να αναζωογονηθεί η ευρωπαϊκή οικονομία: η δημοσιονομική πολιτική περιορίζεται από τα ήδη υψηλά επίπεδα χρέους και η ΕΚΤ, φοβούμενη τον πληθωρισμό, τηρεί σφιχτή δημοσιονομική πολιτική».

Σύμφωνα με τον κ. Johnson, «καμιά από τις άλλες ιδέες που βρίσκονται στο «τραπέζι» της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένων των διαφόρων μορφών «δομικών μεταρρυθμίσεων», δεν θα φέρει ταχεία ανάπτυξη βραχυπρόθεσμα. Τον Σεπτέμβριο η Πορτογαλία σχεδίασε μια μορφή «εσωτερικής υποτίμησης» μειώνοντας τη φορολογία επί των μισθών και αυξάνοντας τον ΦΠΑ. Το σχέδιο αυτό φαίνεται πως «μπήκε στο συρτάρι», μάλλον επειδή πολιτικά δεν θα μπορούσε να «δουλέψει».

Μια πραγματική υποτίμηση, από την άλλη πλευρά, θα έκανε θαύματα για την πραγματική οικονομία. Η ετοιμοθάνατη ιταλική οικονομία θα επανέρχονταν στη ζωή αν το ευρώ υποχωρούσε κατά 30% προσαρμοσμένο στον πληθωρισμό. Το 1997 η οικονομία της Ν. Κορέας έκανε «βουτιά» και το 1998 η κατάσταση εξακολουθούσε να είναι δύσκολη, όμως το ΑΕΠ εκτινάχθηκε κατά 11,1% το 1999.

Το πώς θα μπορούσε να υποτιμηθεί το ευρώ, δεδομένου ότι είναι συναλλαγματική ισοτιμία που διαπραγματεύεται ελεύθερα χωρίς ουσιαστική παρέμβαση, εξαρτάται από τη νομισματική πολιτική. Αν η ΕΚΤ συμφωνήσει να χαλαρώσει τη νομισματική πολιτική ή να παράσχει αρκετή «ρευστότητα» για να στηρίξει διάφορα πακέτα διάσωσης, οι επενδυτές θα ανησυχούσαν για τον πληθωρισμό, κάτι που θα αποδυνάμωνε το ευρώ.

Από την άλλη πλευρά, αν η ΕΚΤ προτιμήσει να αφήσει μεγάλες χώρες, όπως η Ιταλία, να χρεοκοπήσουν, αυτό κατά πάσα πιθανότητα θα αποδυνάμωνε ακόμα περισσότερο το ευρώ, καθώς οι επενδυτές θα ανησυχούσαν για «επιδημία χρεοκοπιών»».

Κατά τον κ. Johnson, αν και η υποτίμηση δεν θα ήταν ποτέ η δηλωμένη πολιτική των αξιωματούχων της ευρωζώνης, ωστόσο αυτή τη στιγμή φαίνεται πως όλοι οι δρόμοι οδηγούν προς αυτή την κατεύθυνση.

«Βεβαίως η υποτίμηση του νομίσματος δεν είναι πανάκεια» τονίζει. «Η κατάσταση στη Ν. Κορέα περιελάμβανε επίσης τη λήψη δύσκολων μέτρων – όπως για παράδειγμα να «τα βάλει» η κυβέρνηση με τα μεγαλύτερα chaebol, ορισμένα εκ των οποίων είχαν παραβιάσει κατάφωρα τους νόμους.

Μετά από μια σειρά αναμετρήσεων, κατά τις οποίες μια εταιρεία, η Daewoo, απείλησε να χρεοκοπήσει και οι πολιτικές δυνάμεις έσπευσαν να την βοηθήσουν, η κυβέρνηση κέρδισε. Σε γενικές γραμμές η Νότια Κορέα κατάφερε να περιορίσει την υπερβολική δύναμη που είχε αποκτήσει ο επιχειρηματικός τομέας της χώρας.

Παρομοίως η Ευρώπη χρειάζεται να διορθώσει τα βαθύτερα δομικά της προβλήματα. Χρειάζεται ένα δημοσιονομικό κέντρο. Όμως, μια υποτίμηση του ευρώ θα δημιουργούσε τη γέφυρα ώστε να επιτευχθεί η μεταρρύθμιση της εσωτερικής διακυβέρνησης.

Και, είτε αυτό αρέσει είτε όχι, η αυξανόμενη πίεση στο ευρώ είναι πιθανό να αναγκάσει τους Ευρωπαίους αξιωματούχους να διαβούν αυτή τη γέφυρα» καταλήγει.

* Ο Simon Johnson έχει διατελέσει chief economist του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, είναι καθηγητής του MIT Sloan, senior fellow στο Peterson Institute for International Economics και συνιδρυτής του οικονομικού blog BaselineScenariο


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου