Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου 2011

Ο πρύτανης, η δειλία, το θράσος


Από την Oikoniki Pragmatikotita

Διαβάζω ένα άρθρο του Παντελή Μπασάκου, που διδάσκει φιλοσοφία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, με θέμα τον κ. Θεοδόση Πελεγρίνη, πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών:


«Φοιτητική συλλογικότητα απευθύνεται στον πρύτανη, προτείνοντάς του να στεγάσει το πανεπιστήμιο την απεργία πείνας των μεταναστών· απευθύνεται και σε άλλους αιρετούς άρχοντες του πανεπιστημίου. Ενεργώντας μέσα στα όρια της δικαιοδοσίας τους και της ευθύνης τους, οι αιρετοί δεν το δέχονται. Έως εδώ καλά.

Τι κάνει όμως, ο εν λόγω πρύτανης, αμέσως μετά; Σύμφωνα με τα όσα υπερήφανα υποστηρίζει, αμέσως μετά παίρνει στο τηλέφωνο την αστυνομία και έτσι αυτό που ξεκίνησε ως συνομιλία με τους φοιτητές του – που και αυτοί στον πρύτανή τους μιλούσαν – μετασχηματίζεται σε πληροφορία για την αστυνομία: "Έχω πληροφορίες ότι θα μπουν στο καράβι κ.λπ.".

Με ποιον λοιπόν μιλούσαν οι φοιτητές; Με τον πρύτανη του πανεπιστημίου τους ή με το αυτί της αστυνομίας; Τους το είχε δηλώσει άραγε αυτό, πως η συνομιλία τους μπορεί να χρησιμοποιηθεί έτσι; Έχει συναίσθηση του τι έκανε – επιτέλους διδάσκει ηθική φιλοσοφία, θα πρέπει να είναι ασκημένος σε αυτού του τύπου τις λεπτές διακρίσεις.

Πιο κραυγαλέο είναι το γεγονός πως τώρα, ο εν λόγω αιρετός, και όχι διορισμένος, επικαλείται την τηλεφωνική αυτή επικοινωνία, κατά την οποία έδωσε την πληροφορία, ως "έκανα το καθήκον μου".

Λες και ήταν κάποιο όργανο με πολιτικά που, ενώ περιπολούσε Σίνα και Σόλωνος γωνία, είδε μια κίνηση ύποπτη και πήρε τον διοικητή του να την αναφέρει. Λες και μπορεί να υπάρχει επικοινωνία μεταξύ πανεπιστημίου και αστυνομίας άλλη από τη γραπτή και επίσημη – που είναι ο μόνος δημόσιος, υπεύθυνος και ελέγξιμος τρόπος, ο μόνος δηλαδή, εν προκειμένω, επιτρεπτός.

Ως αιρετός, ο πρύτανης δεν ανήκει στον εαυτό του: ανήκει στο σώμα που τον έχει εκλέξει, το οποίο πρέπει να μπορεί να γνωρίζει οποιαδήποτε πρυτανική του πράξη: να ξέρει, λ.χ., αν καλεί την αστυνομία, όπως, μέσα από κάποιες διαδικασίες έχει το δικαίωμα ή και την υποχρέωση, για να προστατεύσει το πανεπιστήμιο – παίρνοντας και την πολιτική ευθύνη για αυτό – ή αν λέει εκείνο το ανεκδιήγητο, το "πιάστε τους στο λιμάνι".

Θα πρέπει να (μπορούμε να) μάθουμε τι είπε, διότι ο πρύτανης δεν είναι αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ. εν ώρα επιχειρήσεων (εκεί επικοινωνούν τηλεφωνικά – άσε που και αυτά τα τηλεφωνήματα καταγράφονται).

Τη δήλωση του πρυτάνεως την άκουσα στο Mega χτες. Δεν άκουσα ωστόσο κανένα δημοσιογράφο να διαμαρτύρεται γι αυτή τη συμπεριφορά under cover agent του πρυτάνεως. Θα μου πείτε, εδώ αυτοί μετέδιδαν στοιχεία από το οικογενειακό ιστορικό της "Γερμανίδας τρομοκράτισσας", λες και είναι το φυσικότερο πράγμα. Και έκαναν αυτοκριτική μόνο όταν βγήκε ανακριβές. Λες και, αν ήταν ακριβές, θα ήταν το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου να το μεταδίδουν.

Τόσο φυσικό όσο το να χρησιμοποιεί ο πρύτανης όσα του εμπιστεύτηκαν οι φοιτητές του, πίσω από την πλάτη τους, και κρυφά, για την ενημέρωση της αστυνομίας.

Υπήρξε μια εποχή, όχι μακρινή, κατά την οποία τα φρονήματα της οικογένειας ήταν καθοριστικά για όλα της τα μέλη, στοιχείο του φακέλου σου το τι είχε πει και τι είχε κάνει η μάνα σου και ο πατέρας σου. Εκείνη την εποχή οι δάσκαλοι πιέζονταν για να γίνουν πληροφοριοδότες της ασφάλειας. Κάποιοι βέβαια το έκαναν με πρωτοβουλία τους και με χαρά τους. Η επικοινωνία αυτή, ακόμα και τότε, ήταν μη σύννομη ή στο όριο της νομιμότητας, και για τούτο γινόταν προφορικά ή με άτυπα σημειώματα.

Το 2011 απέχει έτη φωτός από το 1958 και από το 1967. Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, παρά μόνο σαν φάρσα. Και αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα: κακόγουστη φάρσα αυτό που κανονικά θα έπρεπε να είναι ελεύθερη δημοσιογραφία, κακόγουστη φάρσα αυτό που θα έπρεπε να είναι δημοκρατική διαδικασία ανάδειξης των πανεπιστημιακών αρχών.

Η ταπεινότης μου δεν έχει καμία διάθεση να κάνει πλειοδοσία επαναστατικότητας. Με την πρακτική του "ακτιβισμός για να αποδείξουμε πως υπάρχουμε πολιτικά" έχω διαφωνήσει έντονα, και δεν το έχω κρύψει, κάθε άλλο.

Όμως σκέφτομαι πως, αν ήμουν στην ηλικία της εξέγερσης, τίποτε δεν θα μπορούσε καλύτερα να θρέψει τη διάθεσή μου να τα σπάσω, από την πολιτεία ετούτης της δημοκρατικά (;) εκλεγμένης διοίκησης, όπως αυτή προκύπτει από τα παραπάνω περιστατικά.

Ετούτο είναι ίσως το πιο μελαγχολικό συμπέρασμα: πως, τελικά, ο πρύτανης, και ό,τι σηματοδοτεί η συμπεριφορά του, και "ο ακτιβισμός για να αποδείξουμε πως υπάρχουμε", καταλήγουν, μέσα από την αβυσσαλέα τους αντίθεση, στο να δικαιολογούν ο ένας την ύπαρξη του άλλου»...

Εδώ τελειώνει το άρθρο του κυρίου Μπασάκου στο http://www.bookpress.gr/index.php κι αρχίζει το δικό μου, με το ίδιο θέμα, δηλαδή τον Πρύτανη. Είναι η ανάρτηση της 14 Απριλίου 2010 με τίτλο «Δολοφονία μετά θάνατον», που αναφέρεται στην ομιλία του κ. Πελεγρίνη για τον Λόρδο Βύρωνα, ύστερα από πρόσκληση του «Συνδέσμου Ο Λόρδος Βύρων» και αποδοχή της πρόσκλησης από τον κ. Πελεγρίνη. Το παραθέτω αυτούσιο, χωρίς συμπεράσματα:

«Έμεινα κατάπληκτος από το θράσος του. Ήλθε στην εκδήλωση που γινόταν στη "Στοά του Βιβλίου" στις 13.4.2010 για το Λόρδο Βύρωνα, και μάλιστα ήλθε ως κύριος ομιλητής. Πήρε τον λόγο μετά από δύο εξαιρετικές προσεγγίσεις του έργου του μεγάλου φιλέλληνα – αφενός από την πανεπιστημιακό Πέπη Ρηγοπούλου και αφετέρου από τον ποιητή Γιώργο Μπλάνα.

Επιχείρησε να στήσει μια "σατανιστική" θεωρία για τη προσωπικότητα του ποιητή, για το διαβολικό στοιχείο κλπ., αλλά επειδή αυτή δεν του βγήκε και καθώς οι ασυναρτησίες του δεν στοιχειοθετούσαν μια ψυχαναλυτική εκδοχή αντιφατικής προσωπικότητας τύπου "Δρ. Τζέκυλ και Μίστερ Χάυδν", πέρασε στην έκθεση των ερωτικών πεπραγμένων του Βύρωνα. Εκεί πραγματικά διέπρεψε, τα ήξερε απέξω και ανακατωτά, όσο ο Ηλίας Ψινάκης τα της Μυκόνου:

Ήξερε για τις παιδοφιλικές, αιμομικτικές, ομοφυλοφιλικές και άλλες επιδόσεις του Βύρωνα. Ήξερε για τις χορηγίες που έκανε στα «τεκνά» του – κατά πολύ υπέρτερες των παροχών του στην ελληνική επανάσταση. Ήξερε ακόμη τους ισχυρισμούς της επ’ ολίγον γυναίκας του Βύρωνα – τουτέστιν τις σοδομικές βλέψεις του δεύτερου έναντι της πρώτης!

Εννοείται βέβαια ότι, εκτός από ομοφοβική του αντίληψη και από τον αθέμιτο εισοδισμό του σε μια εκδήλωση που δεν τον αφορούσε, πέτυχε να συνεισφέρει εκείνο το είδος της "κριτικής", που παραγνωρίζει το κύριο έργο του κρινόμενου και ασχολείται με επιλεκτικά στοιχεία της προσωπικότητάς του (δες ανάρτηση 6.2.2010): Της "κριτικής" που μας "διαφωτίζει" για τα λογοτεχνικά και άλλα προϊόντα "εξηγώντας" μας π.χ. ότι ο Αντώνης Σουρούνης έπαιζε χαρτιά, ο Σεφέρης κυνηγούσε τις οικιακές κατσαρίδες και ο Ελύτης τις γυναίκες ελευθερίων ηθών...

Κατέληξα να φύγω πικραμένος από την εκδήλωση, από αυτή τη θλιβερή μεταθανάτια δολοφονία ενός ανθρώπου που αγάπησε τη φύση, τους ανθρώπους και τις αρχαιότητες της Ελλάδας. Να φύγω θυμωμένος με τον υπεύθυνο συντονιστή (Π. Τριγάζης) κι ακόμη υποψιασμένος για μια τουλάχιστον πτυχή της παρακμής της Ανώτατης Παιδείας στη χώρα μας».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου