Από την Αυγή
Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Υπάρχει κάτι παράδοξο στην κατάσταση. Ενώ τα ερεθίσματα είναι πολλά, το κοινωνικό σώμα μοιάζει να βρίσκεται σε κατατονία. Δεν λείπουν οι ανακλαστικές κινήσεις – σπασμοί στα άκρα, κράμπες στο στομάχι, ταχυκαρδίες, συσπάσεις στο πρόσωπο – αλλά συνολικά το σώμα βρίσκεται σε ακινησία. Σαν να βαριέται ή φοβάται να σηκωθεί από το κρεβάτι της εντατικής, να πετάξει σωληνάκια και καθετήρες, να πιστοποιήσει ότι είναι ζωντανό.
Και τα ερεθίσματα είναι πολλά. Δεν είναι μόνο η κυβέρνηση που δίνει τόσες αφορμές. Ούτε μόνο οι ηγεμόνες του «προτεκτοράτου», οι οποίοι με κάθε ευκαιρία – αφού έχουν ήδη πλήξει καίρια τους όρους ύπαρξης της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας – προσβάλλουν ευαίσθητες χορδές που ακούνε στα ονόματα εθνική αξιοπρέπεια, κοινωνική αυτοεκτίμηση, πολιτική αυτοπεποίθηση.
Είναι επίσης η πανσπερμία γεγονότων στον αραβικό κόσμο, σε μια περιοχή όπου, πληθυσμιακά, ζει άλλη μια Ευρώπη, που δείχνει ότι οι κοινωνίες μπορούν να επηρεάσουν τις εξελίξεις, μπορούν να κλονίσουν τα συστήματα εξουσίας. Είναι μια καταπληκτική ένεση αυτοπεποίθησης για τις υποτελείς τάξεις αυτό που γίνεται εκεί, ανεξάρτητα από την έκβασή του και από τον τρόπο που η «αυτοκρατορία» οδηγεί τις εξελίξεις σε ελεγχόμενες ανατροπές.
Εδώ δεν συμβαίνει αυτό. Η αντίδραση της κοινωνίας παραμένει δυσανάλογα υποτονική σε σχέση με την ένταση της επίθεσης, αλλά και με την πραγματική ισχύ του συστήματος εξουσίας, που όλο και συχνότερα αποκαλύπτει αμηχανία, ανικανότητα και γύμνια. Λογικά, αν υπήρχε ισχυρό και συνεκτικό κίνημα αντίδρασης, αυτό το σύστημα θα είχε σαρωθεί.
Το γιατί δεν συμβαίνει αυτό δεν είναι απλό να το εξηγήσει κανείς. Ιστορικές αναπηρίες στον τρόπο οργάνωσης των κινημάτων, οι εξαρτήσεις τους από το σύστημα εξουσίας, η γραφειοκρατικοποίησή τους και η ανυποληψία τους εξηγούν εν μέρει την απροθυμία των ανθρώπων να τα πλαισιώσουν. Αλλά πάλι τι να πουν οι Αιγύπτιοι, οι Λίβυοι ή οι πολίτες του Μπαχρέιν, που δεν διαθέτουν ούτε αυτές τις υποτυπώδεις δομές;
Στον πυρήνα του φαινομένου βρίσκεται πάντα η αριστερά, η κατά τεκμήριο αντιστασιακή δύναμη της κοινωνίας. Μέχρι στιγμής λειτουργεί σαν συντελεστής αυτής της παράδοξης ακινησίας του κοινωνικού σώματος, όπως καταδεικνύουν σε ένα βαθμό και οι δημοσκοπήσεις. Οι οποίες πιστοποιούν ότι η αποδέσμευση σημαντικής μερίδας της κοινωνίας από το κομματικό σύστημα παγιώνεται, με το ένα τρίτο των πολιτών να στοιχίζεται πλέον σταθερά στο «κόμμα της άρνησης», στην αντικομματική ψήφο (βλέπε έρευνα της Public Issue).
Και παρ' ότι το στοιχείο αυτό περιέχει το σπέρμα μιας ανατροπής, ψιχία είναι τα οφέλη της αριστεράς. Τουλάχιστον τα ορατά, τα δημοσκοπικά.
Με τη στάση του ΚΚΕ να παραμένει καταλύτης (και προς το παρόν παράγοντας της παράδοξης ακινησίας), το ερώτημα είναι τι γίνεται στο υπόλοιπο πεδίο. Έχουμε το restart, την επανεκκίνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Έχουμε την επίσημη εκκίνηση του Μετώπου, έχουμε τη σισύφεια προσπάθεια του Αριστερού Βήματος, έχουμε τη Σπίθα του Μίκη. Έχουμε δηλαδή διάφορα παράλληλα σύμπαντα που επιχειρούν πρώτα να αυτοπροσδιοριστούν, έπειτα να ορίσουν τα διακυβεύματα κι έπειτα... να βρουν κοινό.
Ωστόσο, όλα έχουν δύο κοινά χαρακτηριστικά: Πρώτον, είναι πρωτοβουλίες από τα πάνω, σχήματα του εργαστηρίου και των αιθουσών συσκέψεων. Και δεύτερον, εξαντλούν τις φιλοδοξίες τους στο να διαμορφώσουν πλαίσιο σχέσεων μεταξύ των ήδη αριστερών, μερικών χιλιάδων ανθρώπων, κι όχι της αριστεράς με το ευρύ κοινό, με τις εκατοντάδες χιλιάδες της μισθωτής εργασίας, των κοινωνικών ομάδων που πλήττονται από τα μέτρα κυβέρνησης και τρόικας.
Αλλά το πρόβλημα ήταν πάντα αυτό. Οι καλοδεχούμενες πρωτοβουλίες σύνθεσης και ανασύνθεσης της αριστεράς εξαντλούνταν ως επικοινωνιακά φαινόμενα. Σπάνια αποκτούσαν μια λειτουργική σχέση με την κοινωνία. Ίσως, λοιπόν, η επανεκκίνηση, όλες οι κινήσεις και επανεκκινήσεις, πρέπει να εκκινήσουν αντίστροφα. Από τα κάτω.
Είμαστε εν καιρώ αμύνης. Αυτό που χρειάζεται η κοινωνία και ιδιαίτερα ο κόσμος της εργασίας είναι να οργανώσει μια στοιχειωδώς αποτελεσματική αντίσταση στην επίθεση που δέχεται. Πρωτίστως στον χώρο δουλειάς, αλλά και στη γειτονιά, στο πανεπιστήμιο, στο σχολείο, στον δημόσιο χώρο.
Προσπαθώ να φανταστώ τις αρκετές χιλιάδες ανήσυχων αριστερών ανθρώπων, αντί να αναλώνονται σε ατέλειωτες ζυμώσεις για το ιδεώδες πρόγραμμα ανασύνθεσης της αριστεράς (ή παράλληλα μ’ αυτό), να δραστηριοποιούνται σε ένα ευρύ, πανελλαδικό συνδικαλιστικό και διεκδικητικό μέτωπο. Δίπλα και μαζί με τον κόσμο της εργασίας, σε μια ευεργετική αμφίδρομη επίδραση.
Δεν είμαι της άποψης «το κίνημα είναι το παν, ο σκοπός δεν είναι τίποτα». Αλλά δεν μπορώ να φανταστώ πώς φτάνει κανείς στον σκοπό χωρίς κίνημα. Και η εικόνα της συνδικαλιστικής πολυδιάσπασης (και τελικά ανυπαρξίας) της ριζοσπαστικής αριστεράς είναι στα όρια του εγκλήματος. Ή της αυτοχειρίας.
Σ' αυτό τουλάχιστον θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε. Μια μεγάλη συνδικαλιστική ομπρέλα τύπου ΠΑΜΕ – αλλά και, γιατί όχι, μαζί με το ΠΑΜΕ – θα μπορούσε να διευκολύνει την οργάνωση της κοινωνικής αντίστασης και να κάνει τις αδύναμες σπίθες φλόγες. Μεταξύ άλλων, θα είχε μεγάλη παιδαγωγική αξία για την αριστερά και τους αριστερούς η επαφή με πραγματικούς, γήινους ανθρώπους. Αυτή, θαρρώ, είναι μια χαμένη εδώ και χρόνια δεξιότητα...
Καλά τα λέει ο Κιμπουρόπουλος!
ΑπάντησηΔιαγραφήΈτσι θέλει, πάνε οι βελούδινες επαναστάσεις, χρειάζεται επαφή με τον απλό λαό. Στο καφενείο με τον αγρότη, πάνω στο τσίπουρο και την κουβέντα, στο εργοστάσιο στο διάλειμμα με τον εργάτη την ώρα που τρώει το κολατσιό...
Πού είναι οι βαρβάτοι αγωνιστές; Υπάρχουν κότσια; Πώς περιμένουν ο κόσμος ν΄ αφυπνιστεί από το πολύ ΜΕΓΑ ΤΣΑΝΕΛ που παρακολουθεί; Πρέπει να πλησιάσουν τον κόσμο.