Του Θανάση Βακαλιού για την ISKRA
Η σαρωτική νίκη του Fidesz, του οποίου ηγείται ο Βίκτορ Όρμπαν, έναντι των σοσιαλιστών εξασφαλίζοντας τα δύο τρίτα στη Βουλή τον ανέδειξε σε αδιαμφισβήτητο ηγέτη της χώρας. Ωστόσο σοβαροί αναλυτές αυτού του αποτελέσματος τείνουν να εξηγήσουν το φαινόμενο κυρίως με την αποτυχία των σοσιαλιστών να διαχειριστούν τα προβλήματα της οικονομίας γενικά και ειδικότερα τα προβλήματα που δημιούργησε και για την Ουγγαρία η οικονομική κρίση.
Οι σοσιαλιστές, εξαιτίας και των εσωτερικών προβλημάτων τους, μέρος των οποίων είχε να κάνει και με το ευρύτατο φαινόμενο της διαφθοράς, έδειξαν την πλήρη υποταγή τους απέναντι στις απαιτήσεις του ΔΝΤ. Τα μέτρα που πήραν τους έφεραν σε αντίθεση με το μεγαλύτερο μέρος των οπαδών τους, των ίδιων των μελών του κόμματος, και των ψηφοφόρων τους. Αυτή τη δυσαρέσκεια εισέπραξε ο Όρμπαν, αλλά και το Jobbik, η εθνικιστική φασιστική δεξιά, που πήρε το 17% των ψήφων.
Ο Όρμπαν κέρδισε τις εκλογές με ένα πρόγραμμα στο οποίο κεντρική θέση είχαν δυο ιδέες: Η αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων που δημιούργησε η πολιτική των σοσιαλιστών, του Ουγγρικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, με ηγέτη τον Γκιούρτσιανι (δίνοντας έμφαση στο εκτεταμένο φαινόμενο της διαφθοράς), και η οικονομική κρίση, καθώς και το πρόβλημα της αυτοτέλειας της χώρας: της σχέσης της με την Ε.Ε. και το ΔΝΤ.
Ιδιαίτερη έμφαση στην προεκλογική του εκστρατεία ο Όρμπαν είχε δώσει στο εθνικό λεγόμενο θέμα της σχέσης με την ομογένεια, με τους Ούγγρους που ζουν στις γειτονικές χώρες, ως πολίτες αυτών των χωρών, αλλά και με τα εκατομμύρια Ούγγρων που ζουν ανά τον κόσμο, για τους οποίους υποσχέθηκε ότι θα τους δώσει την ουγγρική ιθαγένεια.
Το μέρος αυτό της πολιτικής του είχε έντονα ή και καθοριστικά τα εθνικιστικά στοιχεία, πιεζόμενος και από την ακραία εθνικιστική έως και ρατσιστική προπαγάνδα του Jobbik – καθοδηγούμενος, όμως, από την επιδίωξή του να πολιτογραφηθεί στη συνείδηση των Ούγγρων ως εθνικός ηγέτης.
● Στην προεκλογική του εκστρατεία ο Όρμπαν μιλούσε στο όνομα του ουγγρισμού.
● Στον οικονομικό τομέα έδωσε έμφαση στις φοροαπαλλαγές. Υποσχέθηκε μεγάλης έκτασης μείωση της φορολογίας πρώτα απ' όλα για τις μικρές και τις μεσαίες επιχειρήσεις, τη μείωση του φόρου από το 19% στο 10%, καθώς και την ευμενή φορολογική αντιμετώπιση των δημοσίων υπαλλήλων, χωρίς, ωστόσο, να προσδιορίσει χρονολογικά την εφαρμογή αυτών των μέτρων.
● Παράλληλα δήλωνε ότι οι όροι του ΔΝΤ είναι επαχθείς για τη χώρα και ότι θα αντιδράσει ως ηγέτης ανεξάρτητης χώρας – σε αντίθεση με τους σοσιαλιστές, δίνοντας έμφαση και εδώ στον εθνικισμό.
Γνωρίζοντας ότι αδυνατεί άμεσα να ανταποκριθεί στις υποσχέσεις για την αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων που πλήττουν το λαό επέλεξε τη σύγκρουση με το ΔΝΤ.
Έχοντας ως δεδομένο ότι από τα 20 δισ. ευρώ δάνεια από Ε.Ε. - ΔΝΤ του 2008 η Ουγγαρία έχει λάβει τα 15 δισ.και ότι για να πάρει τα υπόλοιπα 5 δισ. θα πρέπει να μειώσει το δημοσιονομικό της έλλειμμα από το 5% που είναι τώρα στο 3,8%, για το οποίο δεσμεύτηκε και το κόμμα του, η κυβέρνησή του επέλεξε να συγκρουστεί με το ΔΝΤ στον τρόπο (και τα μέσα) επίτευξης αυτού του στόχου (δηλαδή εφαρμογής αυτής της δέσμευσης).
Απέρριψε τις σχετικές προτάσεις του ΔΝΤ, λέγοντας ότι δεν δέχεται υπαγορεύσεις, ότι το πώς με ποιο τρόπο και με ποια μέσα θα το κάνει αυτό είναι αρμοδιότητα της κυβέρνησής του. Μετά από αυτό η αντιπροσωπεία του ΔΝΤ αποχώρησε από τις διαπραγματεύσεις.
Στη συνέχεια ο Όρμπαν προχώρησε στη φορολόγηση των ουγγρικών τραπεζών με το συνολικό ποσό των 200 δισ. φόριντ, που είναι το ουγγρικό νόμισμα.
Αξίζει να ειπωθεί ότι ο φόρος επιβλήθηκε στο κεφάλαιο των τραπεζών και όχι στα κέρδη. Αυτή η ενέργεια της ουγγρικής κυβέρνησης είχε επιπτώσεις στην ισοτιμία του φόριντ, οι οποίες όμως δεν ήταν καταστροφικές, όπως υποστήριξε ο διεθνής τύπος. Επομένως δεν είναι αυτό το κύριο πρόβλημα το οποίο η ουγγρική κυβέρνηση θα πρέπει άμεσα να αντιμετωπίσει για να προχωρήσει, μετά τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος στο 3,8%, στην καθιέρωση του ευρώ. (η ισοτιμία του ευρώ με το φόριντ είναι 1 ευρώ: 283,83 φόριντ – 24.7.2010).
Όμως το πράγμα δεν είναι τόσο απλό. Σύμφωνα με ειδικούς μελετητές της κατάστασης στην οποία βρίσκεται η ουγγρική οικονομία, αυτή η ενέργεια της κυβέρνησης Όρμπαν θα έχει αποτέλεσμα (ίσως αυτή να είναι και η πρόθεσή της) την αναστολή της ημερομηνίας καθιέρωσης του ευρώ. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι αρχικά η καθιέρωση του ευρώ είχε οριστεί για το 2010. Με την παρέμβαση της κυβέρνησης Γκιούρτσιανι μετατέθηκε η ημερομηνία αυτή για το 2010 - 2011 και φαίνεται ότι θα πάει και πιο πέρα.
Η αιτία γι' αυτή την αλλαγή (που μάλλον επιδιώκει η κυβέρνηση Όρμπαν) είναι το γεγονός ότι προϋπόθεση για την εισαγωγή του ευρώ είναι η ισχυρή ανταγωνιστικότητα της ουγγρικής οικονομίας, που αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει. Έτσι η ουγγρική κυβέρνηση θα υποχρεωθεί να επιλέξει τη ρύθμιση της ανταγωνιστικότητας «παίζοντας» με την υποτίμηση - ανατίμηση του εθνικού της νομίσματος, του φόριντ.
Αυτό είναι βέβαια ένα πλεονέκτημα για την Ουγγαρία, παράλληλα και μαζί με τα μειονεκτήματα και τις αρνητικές επιπτώσεις αυτής της ενέργειας, τις οποίες τονίζουν ή και υπερτονίζουν με όλους τους τρόπους οι επικριτές της κυβέρνησης του σκληροτράχηλου Όρμπαν, ο οποίος, σύμφωνα με τον έγκυρο σχολιαστή και αναλυτή των πολιτικών πραγμάτων στην Ουγγαρία κοινωνιολόγο και οικονομολόγο Laszlo Lengyel, διαχειρίζεται ο ίδιος τις υποθέσεις της χώρας, με υπουργούς χωρίς αυτονομία, υποτακτικούς υπηρέτες των αποφάσεων και των επιλογών ενός – ικανού θα πρέπει να πω – ηγέτη με ναρκισσιστική προσωπικότητα (Βλ. Lengyel Laszlo, Hova tuntek a Fidesz bolenyei; - Που πήγαν οι βούβαλοι του Fidesz; Περιοδικό hvg, 25.7.2010).
«Όχι» σε ΔΝΤ και τράπεζες
Είπε, λοιπόν, ο Όρμπαν όχι στην απαίτηση του ΔΝΤ να εφαρμόσει άμεσα τα αναγκαία, και κατ' αυτό, μέτρα για τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος στο 3,8%. Είπε ότι το πότε και το πώς θα εφαρμόσει αυτή τη δέσμευση είναι υπόθεση της κυβέρνησής του, δηλώνοντας , ωστόσο, ότι αυτό θα το κάνει έως τον Οκτώβριο που λήγει η ισχύς της συμφωνίας με το ΔΝΤ.
Θα πρέπει να πω με κάθε επιφύλαξη – επειδή δεν μπόρεσα να συλλέξω επαρκή μάζα πληροφοριών γι αυτό το θέμα – ότι οι τράπεζες, που με δυσφορία ανταποκρίθηκαν σε αυτό το μέτρο, αντέδρασαν κυρίως εξαιτίας του μεγέθους της φορολογίας και όχι για καθαυτό το μέτρο της φορολόγησης, πράγμα που είχε κάνει η κυβέρνηση Γκιούρτσιανι, η οποία είχε φορολογήσει τις τράπεζες, όμως όχι με τόσο «μεγάλο» ποσό, υπενθυμίζουν πολιτικοί και δημοσιογράφοι, επικριτές της κυβερνητικής πολιτικής.
Πώς δέχτηκε ο κόσμος αυτή την διπλή ενέργεια του Όρμπαν, τη στάση απέναντι στο ΔΝΤ και την φορολόγηση των τραπεζών;
Διαβάζοντας άρθρα και δηλώσεις πολιτικών, καθώς και παραγόντων της οικονομικής ζωής, αλλά και περισσότερους από 300 σχολιασμούς στο Ίντερνετ, δεν θα ήμουν μακριά από τα πράγματα αν έλεγα ότι ο κόσμος στο μεγαλύτερο μέρος χαιρέτισε τη διπλή ενέργεια του Όρμπαν (τη στάση του απέναντι στο ΔΝΤ και τη φορολόγηση των τραπεζών) ως ενέργεια ενός ρεαλιστή πολιτικού και μαζί ως ενεργεία εθνικού ηγέτη, ο οποίος συμπεριφέρθηκε απέναντι στο ΔΝΤ ως πρωθυπουργός μιας ανεξάρτητης χώρας.
[Παρεμπιπτόντως σημειώνω ότι σε άρθρο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα του Σοσιαλιστικού Κόμματος Nepszabadsag, 25.7.2010), στο οποίο μέμφεται τον Όρμπαν για την αγενή συμπεριφορά του απέναντι στους εκπροσώπους του ΔΝΤ, την ίδια μέρα στο site της εφημερίδας δημοσιεύτηκαν 380 σχολιασμοί. Οι περισσότεροι από τους σχολιαστές επικρίνουν αυτή την άποψη ως δουλοπρεπή, που δεν ταιριάζει σε ένα πρωθυπουργό ανεξάρτητης χώρας. Κάποιοι από τους σχολιαστές εξηγούν τον καταποντισμό του Σοσιαλιστικού Κόμματος στις εκλογές με αυτή τη δουλοπρεπή συμπεριφορά του απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΔΝΤ].
Η Κατοχή των πολυεθνικών
Γνωρίζοντας ωστόσο ο Όρμπαν ότι η χώρα είναι κατά έναν κυρίαρχο ή και απόλυτο τρόπο υπό την κατοχή των πολυεθνικών επιχειρήσεων (το 80% της παραγωγής και της οικονομίας της χώρας είναι στα χέρια των πολυεθνικών), στην επιδίωξή του να φανεί ως ρεαλιστής πολιτικός, στη συνέντευξη εφ' όλης της ύλης που έδωσε στο κανάλι MTV.HU, στις 26.7.2010, είπε ότι η Ουγγαρία πρέπει να τηρήσει και θα τηρήσει τη συμφωνία με το ΔΝΤ και την Ε.Ε. και ότι γι' αυτό υπάρχουν στη χώρα καλές προϋποθέσεις (αυτό βέβαια οι επικριτές του το αμφισβητούν), επαναλαμβάνοντας ότι «είναι δικό μας θέμα το πώς θα το κάνουμε αυτό».
Στην παρατήρηση ότι με τη στάση του έναντι του ΔΝΤ και κυρίως με τη «βαριά» φορολόγηση των τραπεζών η χώρα μπορεί να χάσει την εμπιστοσύνη της αγοράς, υπεκφεύγοντας να απαντήσει ευθέως στο ερώτημα αυτό, είπε ότι η απώλεια της εμπιστοσύνης δεν οφείλεται στη δική του πολιτική. Η αγορά, είπε, «δεν μας εμπιστεύεται, επειδή επί 8 χρόνια λέγαμε ψέματα (δηλαδή, οι σοσιαλιστές με πρωθυπουργό τον Γκιούρτσιανι), δίναμε ψεύτικα στοιχεία για την οικονομία της χώρας» – όμως και αυτό είναι μια υπερβολή, που ταιριάζει στο δημαγωγικό στυλ του Όρμπαν.
Σχολιάζοντας την παρατήρηση - άποψη των επικριτών του ότι είναι μεγάλη η φορολόγηση των τραπεζών και ότι οι τράπεζες θα μεταφέρουν αυτό το ποσό στις πλάτες των πολιτών, του λαού, είπε ότι αυτό δεν θα συμβεί και ότι υπάρχουν μηχανισμοί που αυτό μπορούν να το αποτρέψουν. Εξάλλου – είπε – οι τράπεζες κερδίζουν πολλά και το ποσό των 200 δισ. φόριντ δεν είναι μεγάλο γι' αυτές. Και με αυτή του τη θέση ο Όρμπαν εξέφρασε την άποψη του κόσμου...
Από τους σχολιασμούς των πολιτών στο Ίντερνετ προκύπτει ότι είναι πολλοί εκείνοι που λένε (ή και απαιτούν) ότι η κυβέρνηση πρέπει να προχωρήσει στη φορολόγηση των ξένων τραπεζών και των πολυεθνικών επιχειρήσεων. Τονίζουν ότι οι πολυεθνικές, όπως η Tesco, εξάγουν στο εξωτερικό χιλιάδες δισ. φόριντ.
Γνωρίζουν βέβαια ότι αυτό δεν είναι και τόσο εύκολο. Ότι με τα σημερινά νομικά και θεσμικά δεδομένα η φορολόγησή τους δεν μπορεί να ξεπεράσει τα 20 δισ. φόριντ. Γι' αυτό και αναρωτιούνται αν μια τέτοια πράξη, από την άποψη αντιμετώπισης του προβλήματος του χρέους, θα είχε νόημα. Μια τέτοια πράξη βέβαια έχει τη δική της πολιτική σημασία, με προεκτάσεις στην ενίσχυση του υπάρχοντος εχθρικού κλίματος έναντι των πολυεθνικών επιχειρήσεων στους κόλπους του ουγγρικού λαού.
Στο σημείο αυτό αξίζει να πω ότι πριν από την αλλαγή του συστήματος ήταν ευρέως διαδεδομένη στους κόλπους των Ούγγρων οικονομολόγων (και μαρξιστών ή οικονομολόγων που επί πολλά χρόνια δίδαξαν μαρξιστική πολιτική οικονομία) η άποψη ότι χωρίς την εισαγωγή της σύγχρονης τεχνολογίας και του σύγχρονου επιχειρησιακού μάνατζμεντ από τις πολυεθνικές είναι αμφίβολη έως εντελώς αδύνατη η περαιτέρω οικονομική ανάπτυξη της χώρας και μαζί η δρομολόγηση της «αναγκαίας» διαδικασίας οργανικής ένταξης της οικονομίας της στην ευρωπαϊκή και την παγκόσμια οικονομία.
Και θα πρέπει να πω ότι ευρύτερες μάζες, όχι μόνον της διανόησης, αλλά και της εργατικής τάξης, χαιρέτισαν αυτή τη σκέψη και ότι πολλοί από τους νέους (μάλλον οι περισσότεροι) είχαν συνδέσει τη σταδιοδρομία τους με την προοπτική εκσυγχρονισμού της οικονομίας και εξευρωπαϊσμού της χώρας. «Φυσικά» τη σκέψη αυτή την υποστήριξαν με «συνέπεια» τα ΜΜΕ.
Αναπολούν τον Γ. Κάνταρ
Τώρα (θα μπορούσα να πω από το 2000 και μετά) τα πράγματα έχουν αλλάξει σε ό,τι αφορά την άποψη των Ούγγρων όχι μόνον για τις πολυεθνικές, αλλά και για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σε αυτό «συνέβαλε» η νεοφιλελεύθερη πολιτική του Σοσιαλιστικού Κόμματος υπό την ηγεσία του Γκιούρτσιανι. Οι όροι του ΔΝΤ επιδείνωσαν ακόμα περισσότερο αυτή την κατάσταση. Ψυχολογικά αυτό εξηγεί και τη μεγάλη σημασία που δόθηκε από μεγάλα τμήματα του λαού στην αντίδραση του Όρμπαν στο ΔΝΤ, ανάγοντας την πράξη του αυτή σε πράξη εθνικού ηγέτη.
Χρήζει ειδικής μελέτης - έρευνας το γεγονός ότι απ' όλη αυτή την εξέλιξη στην πολιτική συνείδηση του λαού (με ισχυρά τα εθνικιστικά στοιχεία για ένα μεγάλο μέρος των Ούγγρων – αυτό πρέπει να το πω) η πολυδιασπασμένη ριζοσπαστική αριστερά πολιτικά δεν έχει εισπράξει σχεδόν τίποτα, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη δημόσια πολιτική έκφρασή της.
Πάντως, ευρύτατα τμήματα αριστερών (με την ευρύτερη έννοια) έχουν πάψει να θεωρούν το Σοσιαλιστικό Κόμμα ως αριστερό κόμμα, θεωρώντας ότι πρόδωσε την ίδια την καταβολή του, το Ουγγρικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα, το μαρξιστικό - λενινιστικό κόμμα του Γιάνος Κάνταρ.
Αυτό συμβαίνει τη στιγμή που εδώ και χρόνια όλα τα «γκάλοπ» δείχνουν ότι η μεγάλη πλειονότητα των Ούγγρων αναπολεί την εποχή Κάνταρ, τον «κανταρικό σοσιαλισμό». Αυτό βέβαια δεν μπορεί να το αρνηθεί ο Όρμπαν, προσπαθεί όμως να υποβαθμίσει τη σημασία του. Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος που ο «έξυπνος» ρεαλιστής και δημαγωγός Όρμπαν απάντησε στην παρατήρηση του γερμανικού περιοδικού Die Welt:
«Οι δημοσκοπήσεις – είπε ο δημοσιογράφος του Die Welt – δείχνουν ότι οι ελευθερόφρονες Ούγγροι φρονούν ότι ο άλλοτε κομμουνιστής δικτάτορας Κάνταρ Γιάνος είναι ο συμπαθέστερος πολιτικός του 20ού αιώνα».
Ο Όρμπαν, αποφεύγοντας να απαντήσει ευθέως στην παρατήρηση αυτή του δημοσιογράφου, είπε:
«Οι νεκροί πάντα έχουν ένα πλεονέκτημα έναντι των ζωντανών. Ο άνθρωπος είναι εθισμένος να εξωραΐζει την εικόνα του νεκρού... Αυτό συμβαίνει με όλους τους πολιτικούς, αυτό θα συμβεί και με μένα» (Εφημερίδα Nepszava, 25.7.2010).
«Απέτυχε ο δυτικός καπιταλισμός»
Διαβάζοντας τον ξένο Τύπο μπορεί κανείς να δημιουργήσει την εντύπωση ότι η «επανάσταση» του Όρμπαν έναντι του ΔΝΤ σηματοδοτεί και τη στάση του απέναντι στον καπιταλισμό. Για την αποφυγή τέτοιων εντυπώσεων παραθέτω ένα αποσπάσιμα από την ομιλία του στην φοιτητική κατασκήνωση Tusvany της Ρουμανίας (όπου μίλησε και ο πρόεδρος της Ρουμανίας Τραϊάν Μπασέσκου), στην οποία αποκάλυψε με έναν ιδιότυπο τρόπο το κοινωνικό - πολιτικό και ιδεολογικό του πιστεύω. Αναφερόμενος στην κρίση του καπιταλισμού είπε:
«Στην πραγματικότητα ο δυτικού τύπου καπιταλισμός περιήλθε σε κρίση την τελευταία δεκαετία. Πρόκειται για την κρίση του συστήματος στο οποίο ήρθαν στο προσκήνιο οι κερδοσκοπικές αξιακές κινήσεις έναντι της εργασίας. Επικράτησε η άποψη σύμφωνα με την οποία ο καπιταλισμός θα φέρει την ευημερία και ότι το κράτος θα πρέπει να μείνει μακριά από την οικονομία. Αυτή η άποψη οδήγησε το σύστημα στην αποτυχία», προσθέτοντας ότι «για τον αποτελεσματικό καπιταλισμό χρειάζονται όχι μόνον η ελεύθερη και αποτελεσματική αγορά, αλλά και ηθικά θεμέλια».
Πρόκειται, σύμφωνα με τον Όρμπαν, για τα δικά του ηθικά θεμέλια. Ο δυτικού τύπου καπιταλισμός, είπε, έχει αθετήσει τις ηθικές του αρχές. «Αυτές τις αρχές και αξίες θα πρέπει να τις επανενεργοποιήσουμε»...
Δεν είναι, νομίζω, χωρίς ενδιαφέρον να πω ότι ο πρόεδρος της Ρουμανίας μίλησε για τη σημασία της Κεντρικής Ευρώπης στον σύγχρονο κόσμο, τονίζοντας ότι το σημαντικότερο για τον χώρο αυτόν είναι η εξασφάλιση της ισορροπίας, της αμοιβαίας συνεργασίας των χωρών αυτών συνολικά και σε διμερή βάση.... Αυτό, πρόσθεσε, μπορεί να επιτευχθεί μόνον στη βάση κοινά αποδεκτών αξιών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου