Παρασκευή 20 Μαΐου 2011

Η Αριστερά έναν χρόνο μετά


Πώς συμπεριφέρθηκε η οργανωμένη Αριστερά στον πρώτο χρόνο υπό το μνημόνιο

Από Το Ποντίκι 11.5.2011

Έναν χρόνο μετά την υπογραφή του μνημονίου και των δανειακών συμβάσεων για τη λήψη του δανείου των 110 δισ. ευρώ από την τρόικα, κανείς σε αυτή τη χώρα δεν ξέρει τι του ξημερώνει και οι έννοιες οικονομική, κοινωνική και πολιτική σταθερότητα ανήκουν όλο και πιο πολύ στο παρελθόν.

Σήμερα, έναν χρόνο και κάτι μέρες από τη μεγαλειώδη διαδήλωση της 5ης Μαΐου του 2010, ημέρα της ψήφισης του μνημονίου στη Βουλή, γίνεται μία ακόμη γενική απεργία. Έχουν μεσολαβήσει τεράστιες απώλειες σε εργασιακά, ασφαλιστικά, συνταξιοδοτικά και κοινωνικά δικαιώματα και αγαθά, σε εισοδήματα (μισθούς, συντάξεις, επιδόματα κ.λπ.), σε θέσεις εργασίας, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.


Την εικόνα συμπληρώνουν οι φόροι, η ακρίβεια σε αγαθά και υπηρεσίες, οι δόσεις των δανείων, οι περαιώσεις, το άγχος και η... κατάθλιψη. Παρ’ όλα αυτά, το κυνήγι των νέων μέτρων συνεχίζεται και στο πλάνο μπαίνει η εκποίηση της δημόσιας περιουσίας, οι ιδιωτικοποιήσεις των ΔΕΚΟ και κάθε «φιλέτου» της οικονομίας. Η κοινωνία βομβαρδίζεται με συκοφαντίες, νουθεσίες και ψεύτικες εγγυήσεις περί μη πτώχευσης, με πληροφορίες και σενάρια, αλλά και με αλλεπάλληλους πολιτικούς εκβιασμούς, ενάμιση χρόνο τώρα.

Σε αυτό το πλαίσιο απομακρύνεται διαρκώς από το πολιτικό σύστημα, όπως έδειξαν οι πρόσφατες αυτοδιοικητικές εκλογές, αλλά και σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις.

Ωστόσο, εκτός από κάποιες κινητοποιήσεις σε επίπεδο κλάδων (ναυτεργάτες, φορτηγατζήδες, εργαζόμενοι στις αστικές συγκοινωνίες, γιατροί και υγειονομικοί των νοσοκομείων, εκπαιδευτικοί, ΜΜΕ κ.λπ.) ή ακόμη και σε επίπεδο σωματείων, κι εκτός από σημαντικές κινηματικές πρωτοβουλίες όπως το «Δεν πληρώνω» ή τοπικές δυναμικές αντιδράσεις όπως της Κερατέας, δεν υπήρξε μαζικός και οργανωμένος αγώνας που να μπορέσει να σταματήσει τα μέτρα και να ανατρέψει την κατάσταση, ούτε βέβαια κοινωνικές «εκρήξεις» ή «εξεγέρσεις», τις οποίες πολλοί, κάθε τρεις και λίγο, προανήγγελλαν.

Το ερώτημα είναι τι ρόλο έπαιξε (ή δεν έπαιξε) η Αριστερά όλο αυτό το διάστημα όπου ό,τι οικοδομήθηκε μετά τον πόλεμο γκρεμίζεται.


«Αντιμνημονιακή»

Στο διάστημα αυτού του έτους που μεσολάβησε, η Αριστερά αυτοχαρακτηρίστηκε «αντιμνημονιακή» (όρος βέβαια τον οποίο το ΚΚΕ δεν αποδέχεται), διακήρυξε τη συμπαράταξή της με την κοινωνία και τον κόσμο της εργασίας, ζήτησε την ανατροπή της κυβέρνησης, του μνημονίου, του συστήματος, δέχτηκε επιθέσεις από τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις, διασπάστηκε λίγο ακόμα (ΣΥΡΙΖΑ) και παρ’ όλα αυτά συσπείρωσε τις δικές της δυνάμεις.

Όμως δεν συντελέστηκε μαζική στροφή των πολιτών προς τις οργανωμένες δυνάμεις της, ισχυρό σημάδι ότι οι προτάσεις τους για τη διέξοδο από την κρίση δεν φαντάζουν πειστικές στη μεγάλη πλειονότητα του ακροατηρίου που αποκολλάται από τον δικομματισμό. Έτσι βλέπουμε στο σύνολο των δημοσκοπήσεων μια παγίωση της παραμονής του ενός τρίτου του εκλογικού σώματος στη λεγόμενη «γκρίζα ζώνη»...

Σε γενικές γραμμές αυτό που θεωρητικά για την Αριστερά αποτελεί «πρόκληση», η αναμέτρηση δηλαδή με το σύστημα, στην πράξη δεν συνέβη στον βαθμό που οι περιστάσεις θεωρητικά απαιτούν. Το μέγεθος της πολιτικής πίεσης που συνιστά η ιστορικών διαστάσεων κρίση, που συνιστούν οι δανειακές συμβάσεις και το μνημόνιό τους, ενεργοποίησε καταρχήν ανακλαστικά πολιτικής και εκλογικής επιβίωσης στα δύο κοινοβουλευτικά κόμματα της Αριστεράς, εν μέρει όχι άδικα.

Στο ευρύτερο κοινό, αλλά και σε μερίδα οργανωμένου κόσμου της Αριστεράς, πάντως, κυριαρχεί η πεποίθηση ότι εν μέσω της ολόπλευρης ιστορικής κρίσης της χώρας, πολιτικά και κοινωνικά δεν έχει πείσει για τη δυνατότητά της να αποτρέψει δυσμενείς εξελίξεις, αλλά και να προτείνει και να οργανώσει μια άμεση φιλολαϊκή έξοδο από την κρίση και, σε πρώτη φάση, από τις πρωτοφανείς συμφωνίες της κυβέρνησης με τους δανειστές.

Ας τα δούμε όμως όλα αυτά αναλυτικότερα...


KKE: «Λαϊκή εξουσία και ανατροπή»

Το ΚΚΕ ήδη πριν από την υπογραφή του μνημονίου πιστώνεται το γεγονός ότι έγκαιρα (προεκλογικώς) προειδοποίησε για τις προθέσεις της κυβέρνησης Παπανδρέου όσον αφορά την οικονομία, την εργασία και τα εθνικά θέματα, και κράτησε «θερμό» το κλίμα των κινητοποιήσεων πριν από την υπογραφή του μνημονίου.

Η πολιτική του πρόταση ήταν και είναι αυτή της αντεπίθεσης του λαϊκού κινήματος με όρους ρήξης και ανατροπής του συστήματος για την αλλαγή των συσχετισμών, που αποτελεί βασικό όρο για να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για τη «λαϊκή εξουσία και οικονομία». Δηλαδή, τον έλεγχο των μέσων παραγωγής από τους εργαζόμενους και τον κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας με γνώμονα τις ανάγκες της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων.

Ειδικότερα, τον τελευταίο χρόνο στη ρητορική του ΚΚΕ ως κυρίαρχο αναδείχθηκε το στρατηγικό ζήτημα της πάλης για την εξουσία και τη ριζική ανατροπή του συστήματος, την οποία προέταξε έναντι της ανατροπής της κυβέρνησης ή του μνημονίου.

Σύμφωνα με την πολιτική του αντίληψη, άλλωστε, όποια άλλη επιλογή θα αποτελούσε «διαχείριση» εντός του καπιταλιστικού συστήματος, που σταδιακά θα ολίσθαινε στον εκφυλισμό. Άλλωστε, όπως είπε η Αλέκα πρόσφατα, στρατηγική είναι η επίθεση του εχθρού, στρατηγική πρέπει να είναι και η απάντηση.

Ακόμη και η έξοδος από το ευρώ και την Ε.Ε. τέθηκε υπό την προϋπόθεση της ανατροπής του συστήματος και της πραγμάτωσης της «λαϊκής εξουσίας».

Ακόμη και οι συζητήσεις για το χρέος, το οποίο αποδείχτηκε μηχανισμός παγίδευσης της χώρας στα κελεύσματα των δανειστών, θεωρούνται από τον Περισσό συλλήβδην αποπροσανατολιστικές από τα αίτια που γέννησαν την κρίση – η οποία ερμηνεύεται ως κρίση του καπιταλισμού. Ως πρόβλημα, το ζήτημα του χρέους παραπέμπεται και αυτό για λύση στη «λαϊκή εξουσία και οικονομία», όπου, όπως είχε πει η Αλέκα πέρυσι το καλοκαίρι, «τότε θα δούμε πόσο, πώς και αν θα το αποπληρώσουμε».

Από εκεί και πέρα το ΚΚΕ διεμήνυσε στις δυνάμεις του ότι η πάλη αφορά και το σήμερα και πως ο καθημερινός αγώνας των οργανώσεων επικεντρώνεται - πέρα από τη διάδοση των θέσεών του - και σε μάχες για την αποτροπή των μέτρων και των επιπτώσεών τους. Το σήμα πάντως που δίνεται επισήμως είναι ότι «κακά τα ψέματα, εδώ χρειάζονται ριζικές λύσεις», δηλαδή σοσιαλισμός εδώ και τώρα ή όποτε είναι ώριμες οι συνθήκες και οι συσχετισμοί δυνάμεων.

Ενδεχομένως αυτό εξηγεί και το γεγονός ότι στην πράξη αποδεικνύεται (με εξαιρέσεις χώρους όπου έχει ισχυρή παρουσία, όπως π.χ. οι ναυτεργάτες) άτολμο ακόμη και απέναντι στη δική του προτροπή για «ανυπακοή» και «απειθαρχία», λογικές με τις οποίες το κοινό εξοικειώθηκε μέσα από το κίνημα «Δεν πληρώνω» και την Κερατέα.


«Συρρίκνωση εργασιών στις κομματικές επιχειρήσεις»

Ο «καθημερινός αγώνας» δεν στάθηκε αρκετός ώστε να βρεθεί λύση για την αποτροπή απολύσεων στον «Ριζοσπάστη», καθώς η κρίση γρήγορα χτύπησε τις κομματικές επιχειρήσεις, με τη γ.γ. της Κ.Ε. του κόμματος να παραδέχεται «μεγάλη συρρίκνωση εργασιών».

Η δικαιολόγηση της Αλέκας Παπαρήγα πάντως ότι η Τυποεκδοτική «είναι επιχείρηση που δρα μέσα σε συνθήκες καπιταλιστικής αγοράς και επομένως έχει όλες τις αντίστοιχες δυσκολίες» δεν άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις.

Όσον αφορά λοιπόν τη μάχη για την αλλαγή των συσχετισμών, το ΚΚΕ παραμένει πιστό στην πολιτική των συμμαχιών του, δηλαδή τη «συμμαχία με τον λαό» και εκείνες τις κοινωνικές δυνάμεις που «ακόμη κι αν δεν συμφωνούν σε όλα» μαζί του το ψηφίζουν ή θα το ψήφιζαν για λόγους διαμαρτυρίας ή για λόγους συμφωνίας στα βασικά.

Μάλιστα σε συνθήκες μαζικής διαρροής εκλογικού ακροατηρίου από τα κόμματα εξουσίας, σταθερά τα τελευταία χρόνια το ΚΚΕ απευθύνεται στους απογοητευμένους ψηφοφόρους τους.

Από την άλλη, δεν δέχεται κουβέντα για πολιτικές συμμαχίες με τους άλλους σχηματισμούς της Αριστεράς, τους οποίους άλλωστε εντάσσει στα «κόμματα του ευρωμονόδρομου» και τις «δυνάμεις του οπορτουνισμού» και με τους οποίους διατηρεί ανοιχτό το μέτωπο.

Με αυτά τα δεδομένα το ΚΚΕ μέχρι στιγμής αντέχει τη θηριώδη πολιτική πίεση, η οποία αντανακλάται, για παράδειγμα, στις κόντρες για τα οικονομικά του και τις απαξιωτικές αναφορές στην πρότασή του από τις κυρίαρχες δυνάμεις, αλλά και από τα κάτω, από εκείνη δηλαδή τη μερίδα οπαδών του που θα ήθελε άλλη τακτική και ρητορική σε αυτή τη συγκυρία.

Προς το παρόν διατηρεί, συσπειρώνει και ανεβάζει ελαφρώς τις δυνάμεις του, συνθήκη που ίσως στο μέλλον αποδειχτεί δίχτυ ασφαλείας, αν η πίεση λόγω της δραματικότητας των εξελίξεων μεγεθυνθεί. Μένει να φανεί όμως πόσο ανθεκτικό είναι αυτό το δίχτυ ή αν αρκεί για την υπεράσπιση των συμφερόντων των εργαζομένων και των λαϊκών τάξεων με τα οποία το ΚΚΕ έχει ταχθεί.


ΣΥΡΙΖΑ: Εκκλήσεις για ενότητα κατά του κατακερματισμού

Ο ΣΥΡΙΖΑ, ως σχήμα πολιτικής και εκλογικής ενότητας, είχε αρχίσει να πιέζεται ήδη από τον Δεκέμβριο του 2008 και μέχρι την υπογραφή του μνημονίου τελούσε σε φάση έντονης εσωστρέφειας, οφειλόμενης στις συγκρούσεις και τους ανταγωνισμούς που ενέσκηψαν στο εσωτερικό του μετά τη ρήξη του Αλαβάνου με τον ΣΥΝ και την αποχώρηση από την ηγεσία του σχήματος.

Στην υπογραφή του μνημονίου ο ΣΥΡΙΖΑ ζούσε ήδη μια «κρίση» στα αριστερά του με τη δημιουργία του Μετώπου Ανατροπής και Αλληλεγγύης από τον Αλέκο Αλαβάνο και τέσσερις συνιστώσες, ενώ ο ΣΥΝ βάδιζε προς το έκτακτο συνέδριό του με αντικείμενο την επικαιροποίηση των θέσεών του σε περιβάλλον κρίσης και την απόφαση για τον επαναπροσδιορισμό των σχέσεών του με τον ΣΥΡΙΖΑ.

Ωστόσο στο συνέδριο πήγαινε ήδη με ρήγμα στην πλειοψηφία του (μεταξύ των στελεχών που συσπειρώθηκαν γύρω από τον πρόεδρο και των στελεχών, ως επί το πλείστον προερχόμενων από το ΚΚΕ, που εκφράζουν το λεγόμενο ιστορικό Αριστερό Ρεύμα).

Με «προεξάρχοντα» τον ηγέτη του Αριστερού Ρεύματος Παναγιώτη Λαφαζάνη, η τάση έθετε ανοιχτά το ζήτημα της πιθανότητας εξόδου από το ευρώ και την Ε.Ε. ως όρο για την επίλυση του ζητήματος του χρέους (μιλώντας έως και για παύση πληρωμών), την παραγωγική ανασυγκρότηση και ανάπτυξη της οικονομίας της χώρας.

Το ρήγμα ωστόσο επισκιάστηκε από την αποχώρηση της πλειοψηφίας της Ανανεωτικής Πτέρυγας στο συνέδριο, έναν μήνα μετά την υπογραφή του μνημονίου, που ήταν μάλλον απρόσμενη και προκάλεσε σοκ στον ΣΥΝ. Κι αυτό διότι αυτομάτως σήμανε ένα ακόμη πεδίο ανταγωνισμού, αυτή τη φορά στα δεξιά του.

Εν μέσω πιέσεων λοιπόν από τα αριστερά και από τα δεξιά ο ΣΥΝ βρέθηκε μπροστά στις προκλήσεις της κομματικής αυτοσυντήρησης και της εκλογικής επιβίωσης.

Φοβούμενος και τα στηρίγματα στα ΜΜΕ της Δημοκρατικής Αριστεράς, όπως ονομάστηκε η μετεξέλιξη της Ανανεωτικής Πτέρυγας σε κόμμα, υπό τον Φώτη Κουβέλη, προέταξε τον ανταγωνισμό με τους «πρώην συντρόφους», που ήταν φανερό ότι θα στόχευαν σε ένα ακροατήριο κοινό για τους δύο χώρους, το ΠΑΣΟΚ και τους Οικολόγους Πράσινους.

Έτσι στη θέση περί της κοινωνικής αναγκαιότητας για συμμαχία με το απογοητευμένο κοινό του «αριστερού» ΠΑΣΟΚ προστέθηκαν και λόγοι πολιτικού ανταγωνισμού.

Ενισχύθηκε στην ηγεσία του ΣΥΝ η πεποίθηση ότι στις προτεραιότητες του κόμματος έπρεπε να τεθεί το άνοιγμα στα αριστερά του ΠΑΣΟΚ με τη μορφή εκλογικών συνεργασιών στις επικείμενες τότε τοπικές εκλογές, με στελέχη του απογοητευμένα ή διαφοροποιημένα από την κυβερνητική πολιτική.

Ο προσανατολισμός της «συνάντησης» των δύο χώρων υπήρχε σαφώς και στις θέσεις του συνεδρίου στη βάση της λογικής της συγκρότησης μιας «νέας πολιτικής και κοινωνικής πλειοψηφίας» για την αντίκρουση των μέτρων. Ωστόσο, στον ΣΥΡΙΖΑ, όπου είχε ήδη ανακύψει το θέμα της υποψηφιότητας Αλαβάνου στην Περιφέρεια Αττικής, η τακτική του ΣΥΝ εξελήφθη ως «σύμπραξη κορυφής» και ως τέτοια απορρίφθηκε, με τον ΣΥΡΙΖΑ να μοιράζεται στα τρία.


Εσωστρέφεια

Το πρώτο και δύσκολο καλοκαίρι της κοινωνίας υπό το μνημόνιο, με την προπαγάνδα τού «μαζί τα φάγαμε» και την κυβερνητική επίθεση σε κάθε κλάδο υπό κινητοποίηση, ο ΣΥΡΙΖΑ βίωσε ακόμη μια περίοδο εσωστρέφειας και εσωτερικών συγκρούσεων με αφορμή τις υποψηφιότητες για τις αυτοδιοικητικές εκλογές.

Στην Αθήνα η παρουσία του ΣΥΡΙΖΑ με δύο διαφορετικά ψηφοδέλτια ήταν καταστροφική και οδυνηρή, ενώ σημειώθηκε σημαντικό ρεύμα διαμαρτυρίας που στράφηκε προς την ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Ο χώρος, ευρισκόμενος σε αμηχανία, αναλώθηκε για μήνες στη σύγκρουση γύρω από την εκλογική τακτική στις αυτοδιοικητικές εκλογές, η οποία κράτησε παγωμένο και απενεργοποιημένο τον ΣΥΡΙΖΑ για μήνες έως και τον περασμένο Φεβρουάριο, οπότε ο ΣΥΝ έδωσε το πράσινο φως για την «επανεκκίνηση» της λειτουργίας του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία τελεί υπό δοκιμαστική περίοδο.

Επί της ουσίας ο ΣΥΡΙΖΑ με πρωταγωνιστή τον ΣΥΝ επικεντρώθηκε για κρίσιμο διάστημα στην επίλυση του τακτικού ζητήματος των συμμαχιών, αφού σε πρώτο πλάνο μπήκε η συνάντηση με την απογοητευμένη βάση του ΠΑΣΟΚ και όσους εκείνη τη στιγμή την εξέφραζαν, υπό την προσμονή της δημιουργίας «ρεύματος» ρήξης στον σοσιαλιστικό χώρο.

Στη βάση αυτής της λογικής δημιουργήθηκε και ο ευρύχωρος χαρακτηρισμός περί «αντιμνημονιακών δυνάμεων» απηχώντας ένα μίνιμουμ πολιτικό πλαίσιο, την ανατροπή της κυβέρνησης και του μνημονίου.

Η αντιμετώπιση του ζητήματος του χρέους υπήρξε δευτερεύουσα (ακόμη και σήμερα η έμφαση δίνεται στην αναπτυξιακή προοπτική), ενώ, εκ μέρους της πλειοψηφίας του ΣΥΝ κυρίως, αναδείχθηκε η άποψη ότι το ζήτημα της κρίσης χρέους είναι πάνω απ’ όλα ζήτημα ευρωπαϊκό και ως τέτοιο θα πρέπει να αντιμετωπιστεί.

Εξάλλου προ της υπογραφής του μνημονίου υπήρχε ένας άτυπος δια-γκωνισμός μεταξύ ΣΥΝ και Μετώπου γύρω από τη θέση περί κατάργησης του Συμφώνου Σταθερότητας, ενώ ο ΣΥΝ μπροστά στον εκβιασμό «χρεοκοπία ή ΔΝΤ» μιλούσε για «παραμύθι δίχως δράκο», αφού επί της ουσίας η ηγεσία του κόμματος θεωρούσε ότι δεν ήταν δυνατή η επιλογή λύσης (υπαγωγή στο ΔΝΤ) που θα έθετε σε αμφισβήτηση την ύπαρξη της Ε.Ε.


Επίκεντρο η ενότητα

Σήμερα, έναν χρόνο μετά, ο χώρος της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς, που στη συνείδηση μεγάλης μερίδας αριστερού ακροατηρίου παραμένει ως ΣΥΡΙΖΑ κι έτσι είναι αναγνωρίσιμος προς τα έξω, επανακτά τη συσπείρωσή του, δεδομένων και των συνεχών κυβερνητικών επιθέσεων που δέχεται, και μέχρι στιγμής αντέχει, παρ’ όλο που είναι διαφοροποιημένος σε σχέση με την προ διετίας φυσιογνωμία του.

Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο είναι, ίσως, ο «κόσμος της Αριστεράς» που κρατάει ενωμένο έναν χώρο ο οποίος ρέπει προς τον κατακερματισμό, τάση που δεν ανακόπηκε με τη νέα ιστορική φάση στην οποία βρίσκεται η χώρα, αλλά – το πόσο... παραδόξως είναι προς συζήτηση – ενισχύθηκε. Και χάρη σε αυτόν τον κόσμο ο ΣΥΡΙΖΑ διατηρεί επαφή με κινήσεις, πρωτοβουλίες, κινήματα και συνδικαλιστικούς χώρους που βγαίνουν κατά καιρούς μπροστά, με την ηγεσία να στηρίζει και να αναδεικνύει σε δεύτερο χρόνο αγώνες που ήδη έχουν εκδηλωθεί.

Κατά περίεργο τρόπο η ενότητα της Αριστεράς (η οποία εξακολουθεί να περιλαμβάνει και το ΚΚΕ, παρόλο που αυτό διαφωνεί κάθετα με τη λογική αυτή) παραμένει η βασική στόχευση κάθε σχηματισμού ή ομαδοποίησης που προκύπτει στο εσωτερικό αυτού του χώρου από τη βασική συνιστώσα, δηλαδή τον ΣΥΝ, και κάθε τάση του ξεχωριστά, την ΑΝΑΣΑ, το Μέτωπο κ.λπ. έως τον ΣΥΡΙΖΑ συνολικά.

Αυτό ισχύει ακόμη και για το «Αριστερό Βήμα», χώρο συνάντησης και διαλόγου – ή αλλιώς «γέφυρα» – μεταξύ ΣΥΝ και ΣΥΡΙΖΑ και τμήματος του ΝΑΡ που διαφοροποιείται από την προτεραιότητα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στη «στάση πληρωμών» και την «έξοδο από το ευρώ», αλλά αντιθέτως συσπειρώνεται γύρω από τη θέση περί του λογιστικού ελέγχου του χρέους.

Το Μέτωπο, το οποίο φαίνεται να βιώνει τη δική του φάση παράλυσης, διαφοροποιείται εν μέρει από την επιδίωξη της ενότητας άνευ πολιτικού πλαισίου.


Η δοκιμασία συνεχίζεται

Σήμερα η δοκιμασία του ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζεται και οι προσπάθειες επανεκκίνησής του υπό τις επιτακτικές ανάγκες της συγκυρίας δεν είναι απαλλαγμένες ούτε από την καχυποψία στο επίπεδο των ηγετικών στελεχών ούτε από τις πολιτικές, ιδεολογικές και οργανωτικές αδυναμίες του παρελθόντος.

Κυρίαρχο πολιτικό διαφοροποιητικό στοιχείο παραμένει η αντίληψη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, που δημιουργεί την ανάγκη ισορροπιών και συνθέσεων στις

πολιτικές εκφωνήσεις του χώρου, οι οποίες εύλογα παράγουν σύγχυση γύρω από το τι πρεσβεύει ο χώρος.

Ως επί το πλείστον, όμως, αυτή τη στιγμή η κεντρική θέση που εκπέμπεται είναι αυτή περί επαναδιαπραγμάτευσης του χρέους εντός της Ε.Ε., με αναγόρευση της Ευρώπης ως προνομιακού πεδίου αγώνων για την αλλαγή των συσχετισμών και την επίτευξη μιας άλλης Ευρώπης που συλλογικά θα βρει διέξοδο από την κρίση...


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου