Παρασκευή 25 Μαρτίου 2011

Το 1821 και οι καταπατητές


Από την Oikoniki Pragmatikotita

Η επανάσταση του 1821 ήταν μια μεγαλειώδης λαϊκή εξέγερση, με απίστευτο πνεύμα αυτοθυσίας, με εξαιρετική γενναιότητα και μάλιστα παρά το δυσμενές σκηνικό της «Ιεράς Συμμαχίας» – που είχε επιβληθεί σε ολόκληρη την Ευρώπη το 1815. Όμως ταυτόχρονα κατέληξε σε αποτυχία, οι δε σκοποί της δεν θα είχαν ευοδωθεί αν δεν παρουσιαζόταν «ο από μηχανής ευρωπαϊκός θεός» στο χώρο του Ναυαρίνου – και όχι μόνο.

Το ότι η χώρα σώθηκε χάρη στην «ξένη επέμβαση», το ότι χρειάστηκε στη συνέχεια να προσλάβει έναν ξένο ως βασιλέα, το ότι διαμόρφωσε πολιτικά κόμματα όπως το «Αγγλικό», το «Ρωσσικό» κ.λπ. παγίωσε μια γενικότερη «ψυχο-πολιτική» υποτέλεια. Η υπόθεση είναι γνωστή και δεν χρήζει παραπέρα διευκρινίσεων: Πέρα ίσως από την υπογράμμιση ότι η υποτέλεια είναι αειφορική και ότι μπορεί να εκδηλώνεται μέσα σε ποικίλα πολιτικά πλαίσια...

Το κρατίδιο που εγκαθιδρύθηκε με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1830 δεν περιλαμβάνει ακόμη την Αττική και την Αθήνα – της οποίας όλα τα σπίτια είναι κατεστραμμένα από τις οδομαχίες του 1827, «πλην εξήκοντα», κατά την αναφορά του αρχαιολόγου Κυριάκου Πιτάκη. Και της οποίας ο ευρύτερος χώρος παρουσιάζει το θέαμα μιας καταθλιπτικής ερήμωσης, κάνοντας τον περιηγητή της εποχής Christofer Wordsworth να ανακαλεί στη μνήμη του τους στίχους του Λουκιανού: «Πεθαίνουν οι πόλεις, όπως και οι άνθρωποι...».

Η Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης του 1832, με τις ρυθμίσεις της «περί οριστικού διακανονισμού των ορίων του Ελληνικού κράτους», εξαιρεί από την «επαναστατική απαλλοτρίωση» την Αττική και την Εύβοια. Τα υπό τουρκική ιδιοκτησία κτήματα προτείνονται προς πώληση στους Έλληνες, ύστερα από τήρηση μιας συγκεκριμένης διαδικασίας και μετά από απόφαση μεικτής ελληνοτουρκικής επιτροπής.

Οι Τούρκοι ιδιοκτήτες προσέρχονται σε αυτή την επιτροπή προβάλλοντας μερικές φορές τους πλέον εξωφρενικούς τίτλους ιδιοκτησίας, μέχρι και σε βουνά και βραχώδεις εκτάσεις, που δεν είχαν καμιά απολύτως παραγωγική χρήση!

Με βάση το Οθωμανικό Δίκαιο της εποχής, οι δημόσιες γαίες – στις οποίες συμπεριλαμβάνονταν τα δάση και τα όρη – ανήκαν αποκλειστικά στο κράτος και τον Σουλτάνο, η δε κυριότητά τους δεν μπορούσε να μεταβιβασθεί σε ιδιώτες. Το Ελληνικό Δημόσιο, ως διάδοχο σχήμα του Οθωμανικού, ήταν ο αδιαμφισβήτητος ιδιοκτήτης των δημοσίων γαιών...

Όμως, μέσα στο χαοτικό σκηνικό των πρώτων μετεπαναστατικών χρόνων, η τεκμηρίωση ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων επί παντός του επιστητού δεν ήταν και ιδιαίτερα δύσκολη υπόθεση...

Ένα λοιπόν το κρατούμενο: Οι προβληματικοί τίτλοι ιδιωτικής ιδιοκτησίας ορισμένων Τούρκων της Αττικής και της Εύβοιας, που προτείνονται προς πώληση στους Έλληνες. Και καθώς τα «κεφάλαια του εσωτερικού» είναι από σπανίζοντα έως είδος σύντομου ανέκδοτου – σε μια χώρα εξουθενωμένη από το αίμα και τις καταστροφές – το νεοσύστατο κράτος κάνει έκκληση στους Έλληνες κεφαλαιούχους της αλλοδαπής για να προχωρήσουν σε αγορές...

Και πραγματικά αυτοί οι τελευταίοι ανταποκρίνονται, αγοράζοντας Οθωμανικά τσιφλίκια και κτήματα, κάποτε «διευρυμένα» με άτυπες διαδικασίες – ή γενικώς επιδεκτικά «διεύρυνσης»... Γι' αυτό δεν είναι περίεργο ότι στον μικρό χώρο της Αττικής εμφανίζονται τον 19ο αιώνα ιδιοκτησίες της τάξεως των 250 και 300 χιλιάδων στρεμμάτων, όπως αυτές που κατέχουν οι Σούτσοι και ο Ανδρέας Συγγρός.

Το ελληνικό κράτος θα εκβάλει στεναγμό ανακούφισης μετά την αποχώρηση των τουρκικών φρουρών από την Ακρόπολη και την Κάρυστο, που πραγματοποιείται τον Μάρτιο του 1833, σχεδόν 5 χρόνια ύστερα από την παύση των εχθροπραξιών! Οι Τούρκοι Αττικής και Εύβοιας, μετά ή άνευ «Ταπιών» – που ήταν χειρόγραφα βεβαιωτικά ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων – θα αποχωρήσουν κάθε άλλο παρά «ταπί και ψύχραιμοι»: δηλαδή κάθε άλλο παρά «ρέστοι», σύμφωνα με τη φρασεολογία της παρ' ημίν μαγκιάς...

Όμως όλοι τους, έστω και αποζημιωμένοι, θα φύγουν μετά από μακρόχρονη κατοίκηση σε ένα χώρο που έμαθαν να θεωρούν σαν πατρίδα. Ειδικά οι Τούρκοι της Καρύστου θα αποθέσουν πίσω τους και ένα μοιρολόι φυγής στην ελληνική γλώσσα, δείγμα της μεγάλης συναισθηματικής σχέσης με τον τόπο...

Το 1823 η ιδιοκτησία των γαιών που απελευθερώθηκαν στις αρχές της επανάστασης έγινε σημείο αντιλεγόμενο και οδήγησε σε έναν αιματηρό εμφύλιο, καθώς τα προτεινόμενα κριτήρια για τη διανομή τους ήταν αλληλοσυγκρουόμενα. Η μετεπαναστατική ιδιοκτησία θα κριθεί με πολύ πιο βραδυφλεγείς διαδικασίες.

Το Ελληνικό Δημόσιο της δεκαετίας του 1830 δημιουργεί μια ειδική επιτροπή για την εξέταση των ιδιοκτησιακών τίτλων και ισχυρισμών, που αναλαμβάνει μέσα σε συγκεκριμένη προθεσμία να επιλύσει διάφορες αμφισβητήσεις. Όμως η «κοινωνία των ιδιοκτητών» κάθε άλλο παρά παίρνει στα σοβαρά το νεοδημιουργημένο κράτος: το αποτέλεσμα είναι ότι η προθεσμία περνάει άκαρπη το 1837, καθώς ελάχιστοι προσφεύγουν στην επιτροπή για να καταθέσουν τίτλους και ισχυρισμούς...

Η μη αποσαφήνιση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος Αττικής και Εύβοιας την τέταρτη δεκαετία του 19ου αιώνα θα αποτελέσει το μεγάλο «προπατορικό αμάρτημα» του νεοελληνικού κράτους. Θα δημιουργήσει ένα πεδίο αμφισβητήσεων, θα προωθήσει τη κουλτούρα και το ήθος του χωροταξικού τσαμπουκά, θα επιβάλει την αδιαφάνεια του εδαφικού καθεστώτος.

Στον βαθμό που η Αττική και η Εύβοια καταλαμβάνονταν κατά 70% και περισσότερο από δάση, το πρόβλημα δεν ήταν ιδιαίτερα έντονο. Στις μεταγενέστερες όμως συνθήκες, μετά τον ερχομό των προσφύγων της Μικρασίας και τις πρώτες δεκαετίες μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η στενότητα χώρου και η εκρηκτική αύξηση της γαιοπροσόδου θα προκαλέσουν τριβές. Δάση, παραγωγικοί αγροί, παραλιακοί χώροι, ορεινές εξοχικές θέσεις ή θέσεις με μεγάλο οπτικό πεδίο, χώροι οικολογικής και πολιτιστικής σημασίας, θα μπουν στο στόχαστρο της οικοπεδοποίησης και οικοδόμησης.

Μέσα σε ένα ιστορικό ντόμινο, διάρκειας ενάμιση και πλέον αιώνα, πολιτικές και πολιτικές θα απαξιωθούν και η ποιότητα ζωής θα υποστεί αλλεπάλληλα τραύματα...

* Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Εποχή», στις 27.3.2005.

Πηγές:

Γιώργος Ντούρος, «Τα δάση της Αττικής», Ν. Οικολογία, Μάρτιος 1989

Σταμάτης Πορτελάνος, «Η έγγεια ιδιοκτησία στην Αττική μετά τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους», Οικ. Ταχυδρόμος, 28.1.93

Γ. Σχίζας, «Υμηττός» (Στοχαστής 1991) και «Αττική» (Σαβάλλας,1996)



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου