Από το counterfire.org (via TVXS)
Του Walden Bello
Οι καφετέριες στην Αθήνα είναι γεμάτες και πλήθη τουριστών συνεχίζουν να επισκέπτονται τον Παρθενώνα και να περιοδεύουν στα νησιά του μυθικού Αιγαία. Όμως κάτω από την καλοκαιρινή επιφάνεια κρύβεται σύγχυση, θυμός και απόγνωση, καθώς η χώρα βυθίζεται στη χειρότερη οικονομική κρίση εδώ και δεκαετίες.
Η Ελλάδα, η μικρή Ελλάδα, έχει παρουσιαστεί από τα διεθνή μέσα σαν το επίκεντρο του δεύτερου σταδίου της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, όπως ακριβώς η Γουόλ Στριτ προβλήθηκε ως το σημείο μηδέν του πρώτου της σταδίου. Υπάρχει ωστόσο μια ενδιαφέρουσα διαφορά στα αφηγήματα που πλαισιώνουν αυτά τα δύο επεισόδια.
Δύο αφηγήματα σε σύγκρουση
Η κατάρρευση της Γουόλ Στριτ, που διαμορφώθηκε σε παγκόσμια οικονομική κρίση, αποδόθηκε στις αρρύθμιστες δραστηριότητες οικονομικών οργανισμών που εφηύραν ιδιαίτερα περίπλοκα (χρηματοπιστωτικά) εργαλεία για να πολλαπλασιάζουν λεφτά με μαγικό τρόπο.
Με την περίπτωση της Ελλάδας ωστόσο η ιστορία είναι κάπως έτσι: Η χώρα συσσώρευσε ένα δυσβάσταχτο χρέος προκειμένου να συντηρήσει ένα βιοτικό επίπεδο πέρα από τις δυνατότητές της. Είναι ακριβώς η περίπτωση ενός σπάταλου που τώρα εξαναγκάζεται να σφίξει το ζωνάρι.
Βρυξέλλες, Βερολίνο και τράπεζες παρουσιάζονται ως άκαμπτοι πουριτανοί που θα πρέπει τώρα να τιμωρήσουν τους Μεσόγειους ηδονιστές για τον έκλυτο βίο που διήγαν καθώς και γιατί υπέκυψαν στο αμάρτημα της υπερηφάνειας φιλοξενώντας τους δαπανηρούς Ολυμπιακούς τους 2004.
Η τιμωρία έρχεται στη μορφή ενός προγράμματος Ε.Ε. - ΔΝΤ που αυξάνει τον ΦΠΑ σε 23%, μεταθέτει την ηλικία συνταξιοδότησης στα 65 για τους άντρες και τις γυναίκες, προβαίνει σε δραστικές περικοπές σε συντάξεις και μισθούς τους Δημοσίου και ελαχιστοποιεί πρακτικές που προωθούν την εργασιακή ασφάλεια. Τα «γυμνάσια» αυτά έχουν ως φαινομενικό στόχο να περιορίσουν δραστικά το βιοτικό επίπεδο και να καταφέρουν τους κακομαθημένους Έλληνες να ζουν με τα μέσα που διαθέτουν.
Υπάρχουν σαφώς κάποια ψήγματα αλήθειας στη θεωρία περί ευμάρειας, αλλά κατά βάση είναι λανθασμένη.
Η ελληνική κρίση προκύπτει ουσιαστικά από την απουσία ρυθμιστικών μηχανισμών του χρηματιστικού κεφαλαίου που είχαν νωρίτερα οδηγήσει στη φούσκα της Γουόλ Στριτ. Με άλλα λόγια δημιουργήθηκε κατά κύριο λόγο από την τρελή κούρσα του χρηματιστικού κεφαλαίου που επεδίωκε να κερδοσκοπήσει από την αδιάκριτη, μαζική επέκταση του χρέους. Η ελληνική κρίση εμπίπτει στο πρότυπο που καταγράφεται από την Carmen Reinhart και τον Kenneth Rogoff με τίτλο «Αυτή τη φορά είναι αλλιώς: οκτώ αιώνες οικονομικής παραφροσύνης»:
Περίοδοι που χαρακτηρίζονται από φρενίτιδα δανεισμού ακολουθούνται αναγκαστικά από κρατική χρεοκοπία ή σχεδόν χρεοκοπία. Όπως και η κρίση χρέους του Τρίτου Κόσμου στις αρχές της δεκαετίας του '80, όπως η ασιατική οικονομική κρίση στα τέλη της δεκαετίας του '90, η αποκαλούμενη ως «κρίση κρατικού χρέους» (sovereign debt crisis) των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου είναι πρωταρχικά μια κρίση προσφοράς κι όχι μια κρίση ζήτησης.
Υπολογίζεται ότι στην κούρσα κερδοφορίας από υπηρεσίες δανεισμού οι ευρωπαϊκές τράπεζες έριξαν 2,5 τρισ. δολάρια σ' αυτές που σήμερα πλέον αποτελούν τις πιο προβληματικές ευρωπαϊκές οικονομίες: της Ιρλανδίας, της Ελλάδας, του Βελγίου, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας. Γερμανικές και γαλλικές τράπεζες κατέχουν περί το 70% του ύψους 400 δισ. δολαρίων ελληνικού χρέους.
Οι γερμανικές τράπεζες υπήρξαν οι βασικοί αγοραστές τοξικών subprime assets προερχόμενων από αμερικανικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και εφάρμοσαν την ίδια απουσία επιλεκτικότητας στην αγορά ελληνικών κρατικών ομολόγων. Από την πλευρά τους οι γαλλικές τράπεζες, από το ξέσπασμα της κρίσης και μετά, σύμφωνα με την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, αναφέρει το περιοδικό Newsweek, αύξησαν τον δανεισμό προς την Ελλάδα κατά 23%, την Ισπανία 11% και την Πορτογαλία 26%.
Δεν ήταν όμως αποκλειστικά Ευρωπαίοι οι πρωταγωνιστές στο δράμα της ελληνικής πιστωτικής κρίσης. Η Goldman Sachs, το ισχυρό πρόσωπο της Wall Street, υπέδειξε στις ελληνικές οικονομικές αρχές τον τρόπο με τον οποίο οικονομικά εργαλεία γνωστά ως παράγωγα (derivatives) μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να «εξαφανίσουν» large chunks of greek βελτιώνοντας έτσι την εικόνα των κρατικών λογαριασμών προς τους τραπεζίτες και ικανοποιώντας τον διακαή πόθο τους για περαιτέρω δανεισμό.
Στη συνέχεια η ίδια ακριβώς εταιρεία έκανε πλήρη στροφή και εισάγοντας εμπορικά παράγωγα, γνωστά ως credit default swaps, ποντάρισε στην πιθανή χρεοκοπία - αδυναμία αποπληρωμής της Ελλάδας ανεβάζοντας το κόστος τραπεζικού δανεισμού για τη χώρα, αλλά πετυχαίνοντας ένα αρκετά περιποιημένο κέρδος για την ίδια.
Αν υπήρξε ποτέ μία κρίση που προκλήθηκε από τις παγκόσμιες συναλλαγές, δεν είναι άλλη από την ελληνική.
Το ερώτημα είναι λοιπόν το εξής: Γιατί η ελληνική περίπτωση δεν αναφέρεται σαν μια περίπτωση γέννημα - θρέμμα του φρενήρους καιροσκοπισμού του διεθνούς χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και αντίθετα παρουσιάζεται ως ξεπερασμένη ιστοριούλα - φόβητρο ενός λαού που υπερέβη τα υλικά μέσα διαβίωσής του; Δύο είναι οι κύριοι λόγοι.
Ο πρώτος αφορά το πετυχημένο «καπέλωμα» της ιστορίας της κρίσης από τα οικονομικά ιδρύματα για ίδια οφέλη. Οι μεγάλες τράπεζες ανησυχούν πλέον πραγματικά για την άθλια κατάσταση των ισολογισμών τους, εξασθενημένες καθώς είναι από τις τοξικές επενδύσεις που οικειοποιήθηκαν και καθώς συνειδητοποιούν ότι ξεπέρασαν τα όρια με τις δανειοδοτικές τους δραστηριότητες.
Ο βασικός μηχανισμός αναδιαμόρφωσης των ισολογισμών τους είναι η παραγωγή ζεστού κεφαλαίου χρησιμοποιώντας τους οφειλέτες σαν ενέχυρο. Στο επίκεντρο αυτής της στρατηγικής, οι δημόσιες αρχές θα κληθούν ακόμη μία φορά να ξελασπώσουν τις τράπεζες, όπως ακριβώς έκαναν μέσα από το πακέτο χρηματοδότησης και τα χαμηλά επιτόκια δανεισμού στην πρώτη φάση της κρίσης.
Πώς θα το πετύχουν αυτό; Η αλήθεια είναι οι τράπεζες δεν πήραν ποτέ στα σοβαρά τον κίνδυνο πτώχευσης της Ελλάδας ή των άλλων υπερχρεωμένων ευρωπαϊκών κρατών, καθώς οι κυρίαρχες κυβερνήσεις της Ευρωζώνης δεν θα επέτρεπαν ποτέ την κατάρρευση του ευρώ στην οποία θα οδηγούσε η πτώχευση.
Βάζοντας όμως τις αγορές να στοιχηματίσουν εναντίον της Ελλάδας και ανεβάζοντας το κόστος δανεισμού, οι τράπεζες γνώριζαν ότι οι κυβερνήσεις της Ευρωζώνης θα κατέληγαν σε ένα πακέτο λύσης, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου θα κατευθυνόταν στην εξυπηρέτηση του ελληνικού χρέους.
Ο πολυδιαφημισμένος μηχανισμός στήριξης της Ελλάδας, που αντιστοιχεί σε ένα πακέτο 110 δισ. ευρώ, προερχόμενων από τις ισχυρές οικονομίες της Ευρωζώνης και το ΔΝΤ, πρόκειται κατά ένα μεγάλο μέρος να διοχετευθεί στη διάσωση των τραπεζών από τις συνέπειες της δικής τους ανεύθυνης και άνευ κανονισμών φρενίτιδας δανεισμού.
Είναι το ίδιο παλιό παιχνίδι αξιοπιστίας – τότε γνωστό ως δομική προσαρμογή – που παίχτηκε στις χρεωμένες αναπτυσσόμενες χώρες κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους του Τρίτου Κόσμου τη δεκαετία του '80 και σε Ταϊλάνδη και Ινδονησία κατά την ασιατική οικονομική κρίση του '90, δύο επεισοδίων που ακολούθησαν πάρτι δανεισμού από τράπεζες του Βορρά και κερδοσκόπους:
Ρίξε το φταίξιμο στα θύματα κατηγορώντας τους ότι ζουν πέρα από τις δυνατότητές τους, επιστράτευσε δημόσιους φορείς να σε σώσουν προκαταβολικά με χρήμα και ανάθεσε στον κόσμο το βαρύ φορτίο της αποπληρωμής του δανείου θυσιάζοντας ένα τεράστιο κομμάτι του τρέχοντος και μελλοντικού τους εισοδήματος για πληρωμές στους δανειοδοτικούς οργανισμούς.
Δεν θα ήταν αξιοπερίεργο αν παρόμοια μαζικά πακέτα στήριξης, ύψους πολλών δισεκατομμυρίων, προετοιμάζονται αυτή τη στιγμή για τράπεζες που ξεπέρασαν τις δυνατότητές τους στην Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ιρλανδία.
Ρίχνοντας αλλού το φταίξιμο
Ο δεύτερος λόγος για την προώθηση του ιδεολογήματος του να ζει κανείς πέρα από τις δυνατότητές του στην περίπτωση της Ελλάδας και τις άλλες σοβαρά χρεωμένες χώρες είναι για να εκτρέψει τις πιέσεις για πιο σφικτά ρυθμιστικά πλαίσια στην οικονομία, πιέσεις προερχόμενες από πολίτες και κυβερνήσεις ήδη από το ξεκίνημα της παγκόσμιας κρίσης. Η λογική των τραπεζών είναι «και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο».
Στην πρώτη φάση της κρίσης εξασφάλισαν πακέτα διάσωσης, αλλά δεν προτίθενται να σεβαστούν αυτό που οι κυβερνήσεις είπαν στους πολίτες ότι αποτελούσε ένα βασικό μέρος της συμφωνίας: την ενδυνάμωση των ρυθμιστικών μηχανισμών στην οικονομία.
Οι κυβερνήσεις από τις ΗΠΑ μέχρι την Κίνα και την Ελλάδα κατέφυγαν σε μαζικά προγράμματα τόνωσης για να συγκρατήσουν την κατάρρευση της πραγματικής οικονομίας κατά την πρώτη φάση της οικονομικής κρίσης.
Προβάλλοντας μια ανάλυση που, αντί να εστιάζει στην απουσία ρυθμιστικών μηχανισμών, στρέφει απεναντίας την προσοχή στις μαζικές κρατικές σπατάλες ως πρόβλημα - κλειδί στην παγκόσμια οικονομία, οι τράπεζες επιδιώκουν να προλάβουν την επιβολή ενός σκληρού ρυθμιστικού πλαισίου. Με τον τρόπο αυτό όμως παίζουν με τη φωτιά.
* Η μετάφραση έγινε από τον Σωτήρη Λάκη, μέλος του μεταφραστικού project του TVXS
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου