Από το Πράσινο Ποντίκι
Της Βάλιας Μπαζού
Το ερώτημα είναι απλό: Στην κατάσταση οικονομικής ένδειας που βρισκόμαστε είναι σοφή η απόφαση να πετάξουμε κυριολεκτικά στην πυρά 3 δισεκατομμύρια ευρώ; Η απάντηση σίγουρα είναι όχι... Όχι, όμως, και για εκείνους που έχουν αναλάβει τον σχεδιασμό για τη διαχείριση των απορριμμάτων της Αττικής, τους ίδιους φορείς που εδώ και πολλά χρόνια έχουν αποτύχει πλήρως τόσο στον σχεδιασμό όσο και στην εφαρμογή κάθε μέτρου που οι ίδιοι αποφάσιζαν για τα σκουπίδια μας.
Και τώρα, εν μέσω συγκυβέρνησης, τα υπουργεία Περιβάλλοντος και Εσωτερικών προωθούν για πρώτη φορά στην Ελλάδα ένα γιγαντιαίο πρόγραμμα που φλερτάρει ανοικτά με τις επικίνδυνες και πανάκριβες τεχνολογίες της βιοξήρανσης - καύσης ή της απευθείας καύσης των απορριμμάτων στην Αττική.
Ένα πρόγραμμα που θα δεσμεύει τη χώρα με επικίνδυνες τεχνολογίες για 20-25 χρόνια, αφού τα έργα θα γίνουν με σύμπραξη ιδιωτών με το Δημόσιο μέσω μιας «αυτοκρατορικής» σύμβασης.
Ο διεθνής διαγωνισμός προβλέπει ανάδοχο για την επεξεργασία και διαχείριση 1.350.000 τόνων ανά έτος στην Περιφέρεια Αττικής για ενδεικτικό χρονικό διάστημα 20-25 ετών.
Η αλήθεια είναι ότι ο διαγωνισμός δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένη τεχνολογία. Η αλήθεια είναι επίσης, όμως, ότι τα τεχνικά και οικονομικά στοιχεία θα οδηγούν απευθείας στη βιοξήρανση και την καύση, ενώ και το σύνολο των προσφορών θα «παίζουν» με αυτές τις τεχνολογίες. Δεν είναι άλλωστε καθόλου τυχαία η αναφορά του υπουργού ΠΕΚΑ Γιώργου Παπακωνσταντίνου σε πρόσφατη ημερίδα που διοργανώθηκε από κοινού με το υπουργείο Εσωτερικών για τη διαχείριση των απορριμμάτων:
«Θεωρούμε ότι από τη δουλειά που έχει ήδη γίνει, από τις αναλύσεις που μας έχουν παρουσιαστεί, ο συνδυασμός αυτών των δοκιμασμένων τεχνολογιών μπορεί να φέρει λύση και στην Ελλάδα. Και γι’ αυτό ξεκινήσαμε όλη αυτή τη διαδικασία, κι είμαστε απολύτως ανοιχτοί σε όλες τις τεχνολογίες που μπορούν να δοκιμαστούν και έχουν δουλέψει με επιτυχία σε άλλες παρόμοιες ευρωπαϊκές χώρες με παρόμοια προβλήματα».
Συμπληρώνοντας, για όσους δεν είχαν καταλάβει ακόμα, ότι σε καμία μητροπολιτική πρωτεύουσα δεν γίνεται διαχείριση σκουπιδιών μόνο με ανακύκλωση - κομποστοποίηση, αλλά χρειάζεται και η επεξεργασία τους.
Όπως λένε όσοι γνωρίζουν καλά πρόσωπα και πράγματα, πρόκειται επί της ουσίας για ένα προαναγγελθέν «έγκλημα», οικονομικό, περιβαλλοντικό, δημόσιας υγείας. Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα με τη σειρά.
Το οικονομικό «έγκλημα»
Σύμφωνα με τον σχεδιασμό, το κόστος μελέτης και κατασκευής των αναγκαίων υποδομών υπερβαίνει τα 440 εκατ. ευρώ. Από αυτό η κυβέρνηση θα συνεισφέρει στην κατασκευή των έργων με κοινοτικές ενισχύσεις που μπορούν να φτάσουν μέχρι και 140 εκατομμύρια ευρώ, ενώ η Περιφέρεια Αττικής μπορεί να διαθέσει άλλα 100 εκατομμύρια ευρώ, όπως δήλωσε πρόσφατα ο Γιάννης Σγουρός.
Τα υπόλοιπα κονδύλια θα πρέπει να τα καταβάλουν οι ιδιώτες που θα αναλάβουν τη λειτουργία και εκμετάλλευση του εργοστασίου ή των εργοστασίων – γιατί δεν αποκλείεται τελικά να προκηρυχθεί διαγωνισμός για 1 και όχι για 4 – για διάστημα 20-25 χρόνων.
Όπως αναφέρεται στην προκήρυξη, η συνολική αξία της σύμβασης εκτιμάται ότι θα κυμαίνεται μεταξύ 1-1,5 δισ. ευρώ. Και ακόμα «ο ανάδοχος θα αμείβεται με βάση την ποσότητα των εισερχόμενων απορριμμάτων, την επίτευξη συγκεκριμένων περιβαλλοντικών στόχων και ποιοτικών χαρακτηριστικών».
Η περιγραφή της προκήρυξης αποκαλύπτει, όμως, μόνο τη μισή αλήθεια, γιατί η άλλη μισή είναι – όπως επισημαίνουν τέσσερις από τις μεγαλύτερες περιβαλλοντικές οργανώσεις της χώρας, η Οικολογική Εταιρεία Ανακύκλωσης, η Greenpeace, το WWF Ελλάς και η Μεσόγειος SOS – ότι τα αρμόδια υπουργεία «εν μέσω της σκληρότερης οικονομικής κρίσης που βιώνει η γενιά μας, η κυβέρνηση φλερτάρει με την οικονομική και οικολογική χρεοκοπία στη διαχείριση των απορριμμάτων στην Αττική μέσα από την προώθηση μονάδων καύσης απορριμμάτων».
Η προκήρυξη δεν περιγράφει επίσης τα πραγματικά οικονομικά μεγέθη που θα κληθούν να πληρώσουν οι πολίτες. Και τα πραγματικά στοιχεία, όπως επισημαίνουν οι τέσσερις περιβαλλοντικές οργανώσεις, οδηγούν σε διαφορετικά συμπεράσματα.
Σύμφωνα με την επεξεργασία που έχουν κάνει, τα 310 εκατομμύρια ευρώ ή 210, εάν τελικά συνεισφέρει και η Περιφέρεια, που θα επενδύσουν οι ιδιώτες θα τα πάρουν πίσω και με το παραπάνω, αφού τα έσοδά τους εκτιμάται ότι θα φτάσουν το 1,5 δισ. ευρώ.
Το ποσό αυτό όμως «θα είναι υπερδιπλάσιο, διότι η επιλογή της καύσης θα επιδοτείται επιπλέον από το τέλος ΑΠΕ και ενδεχομένως και από τα έσοδα των τελών της ανακύκλωσης. Συνεπώς, τέλη που πληρώνουν όλοι οι πολίτες και επιδοτήσεις που θα αφαιρεθούν από τα πραγματικά έργα ΑΠΕ και ανακύκλωσης στην πηγή, θα ενισχύσουν περιβαλλοντικά καταστροφικές και οικονομικά ασύμφορες μονάδες καύσης».
Ένα άλλο πολύ ενδιαφέρον στοιχείο είναι το κόστος των διάφορων τεχνολογιών διαχείρισης των απορριμμάτων ανά τόνο απορριμμάτων. Κόστος που επίσης δημιουργεί πολλά ερωτήματα, τα οποία πρέπει να απαντηθούν, αφού για ανάκτηση ανακυκλώσιμων, κομποστοποίηση και υγειονομική ταφή υπολειμμάτων το κόστος είναι 70 ευρώ ο τόνος, για απευθείας καύση χωρίς άλλη επεξεργασία 120-130 ευρώ, ενώ για τη βιοξήρανση με καύση παραγόμενου SRF 180 ευρώ ο τόνος.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην ημερίδα που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα οι εκπρόσωποι εταιρειών επισήμαναν ότι ανάλογα με την τεχνολογία που τελικά θα επιλεγεί το κόστος μπορεί να φτάσει ή και να ξεπεράσει τα 100 ευρώ ανά τόνο, τη στιγμή που ο πρόεδρος του υπό κατάργηση Ε∆ΚΝΑ Ν. Χιωτάκης ανέφερε ότι τα 45 ευρώ ανά τόνο – όπως είναι το σημερινό κόστος – πρέπει να αποτελεί την ανώτατη τιμή στην οποία θα κληθούν να ανταποκριθούν οι δήμοι και οι δημότες...
Την ίδια ώρα που ο σχεδιασμός είναι βασισμένος σε μια φαραωνική αντίληψη, τα παραγόμενα απορρίμματα εξαιτίας της οικονομικής κρίσης μειώνονται συνεχώς. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία το 2010, η μείωση των απορριμμάτων ήταν της τάξης του 4%, ενώ για το 2011 – σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Ενιαίου Συνδέσμου Δήμων και Κοινοτήτων Αττικής – η μείωση εκτιμάται από 13% έως και 17%.
Εάν υπουργεία και δήμοι δράττοντας την ευκαιρία που δίνει η κρίση επενδύσουν σε μέτρα για τη μείωση της ποσότητας των απορριμμάτων που οδηγούνται στις παράνομες, νόμιμες ή υπερσύγχρονες χωματερές, τότε είναι εφικτό, επισημαίνουν οι περιβαλλοντικές οργανώσεις, οι ποσότητες από 1.350.000 τόνους ετησίως να πέσουν στους 650.000 τόνους, τινάζοντας στον αέρα τον σημερινό σχεδιασμό, αφού ουσιαστικά το εργοστάσιο ή τα εργοστάσια που θα κατασκευαστούν θα υπολειτουργούν και υπάρχει, επίσης, «ο κίνδυνος οι εργολάβοι που θα έχουν αναλάβει τη διαχείρισή τους να ζητήσουν την ενεργοποίηση ποινικών ρητρών για μη παράδοση υλικού προς επεξεργασία στις μονάδες».
Πλασιέ των νέων και επικίνδυνων τεχνολογιών είναι πανίσχυροι επιχειρηματίες, οι οποίοι εδώ και χρόνια μεθοδικά έχουν δημιουργήσει το κατάλληλο «κοινό» που τη δεδομένη στιγμή θα υποδεχθεί τις λύσεις αυτές ως μάννα εξ ουρανού.
Στην προετοιμασία του κατάλληλου πεδίου πρωταγωνιστικό ρόλο έχουν παίξει τα αρμόδια υπουργεία και οι φορείς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, που μέχρι σήμερα έχουν καταγράψει πλήρη αποτυχία στον τομέα της διαχείρισης των απορριμμάτων.
Τα επιχειρηματικά συμφέροντα είναι χωρισμένα σε δυο γκρουπ με το πρώτο να προωθεί τη βιοξήρανση και την καύση του παραγόμενου από τη διαδικασία καυσίμου SRF και το δεύτερο την απευθείας καύση χωρίς άλλη προηγούμενη επεξεργασία.
Όπως επισήμανε με ανακοίνωσή της η Οικολογική Εταιρεία Ανακύκλωσης, την ίδια ώρα που τα λόμπι των πανάκριβων τεχνολογιών της βιοξήρανσης και της καύσης επιδιώκουν να πάρουν τα μεγάλα έργα, «η πολιτεία συνεχίζει να παρακολουθεί τη διαμάχη μεταξύ των δύο πιο ακριβών τεχνολογιών διαχείρισης σύμμεικτων απορριμμάτων και δεν παίρνει θέση!».
Οι γκρίζες ζώνες
Η καύση θεωρείται λανθασμένα από κάποιους ως μία μέθοδος διάθεσης των αποβλήτων, ενώ στην ουσία είναι μία τεχνολογία διαχείρισής τους κι αυτό γιατί παράγει με τη σειρά της υπολείμματα τα οποία απαιτούν τελική διάθεση. Τα υπολείμματα αυτά είναι είτε σκουριές είτε τέφρες (στάχτες) και αυτό σημαίνει ότι απαιτούν και άλλες εγκαταστάσεις.
Και αυτή δεν είναι η μοναδική γκρίζα ζώνη που πρέπει να ξεκαθαριστεί και να γίνει απολύτως κατανοητή στους φορείς και τους πολίτες που σε όλη αυτή τη διαδικασία βρίσκονται εκτός, χωρίς καμιά απολύτως ενημέρωση.
Συγκεκριμένα, όπως επισημαίνουν επιστημονικοί φορείς και περιβαλλοντικές οργανώσεις, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι οι τεχνολογίες καύσης έχουν μια σειρά ζητημάτων, όπως το ότι χρειάζονται και έναν ΧΥΤ (Χώρος Υγειονομικής Ταφής) επικίνδυνων υπολειμμάτων για την τοξική στάχτη που θα προκύπτει από τις διεργασίες τους.
Η εναλλακτική «αξιοποίηση» της τοξικής στάχτης με μετατροπή της σε δομικό υλικό μεταφέρει απλώς τις τοξικές ουσίες στο περιβάλλον μέσω των έργων στα οποία θα χρησιμοποιηθούν.
Το ίδιο ισχύει και για τη βιοξήρανση με την παραγωγή του λεγόμενου καυσίμου SRF, αφού πρέπει να απαντηθεί πώς θα γίνεται η διαχείρισή του. Οι λύσεις που υπάρχουν άλλωστε είναι συγκεκριμένες:
♦ Η ταφή σε ΧΥΤ με περιβαλλοντικό και οικονομικό κόστος.
♦ Η χρήση σαν εναλλακτικό καύσιμο σε υπάρχουσες μονάδες, όπως μονάδες παραγωγής ενέργειας ή τσιμεντάδικα, λύση που είναι ακριβή και προϋποθέτει ότι δεν δημιουργούνται πρόσθετα περιβαλλοντικά και κοινωνικά προβλήματα στις τοπικές κοινωνίες. Εδώ οι επιστήμονες υπογραμμίζουν ότι ειδικά για τη χώρα μας δεν υπάρχει καμιά εγγύηση ότι οι τσιμεντοβιομηχανίες μπορούν ή ενδιαφέρονται να «απορροφήσουν» όλες τις ποσότητες SRF που θα προκύπτουν από τη βιοξήρανση.
♦ Η καύση του σε ειδικές μονάδες, που επίσης θα χρειαστεί να κατασκευαστούν και που θα έχουν παραπλήσια μειονεκτήματα με τα αμιγώς εργοστάσια καύσης απορριμμάτων.
Επισημαίνεται ότι το κόστος διάθεσης του SRF κυμαίνεται κατ’ ελάχιστο από 30 έως 50 ευρώ ανά τόνο για την ταφή ή την ενεργειακή του αξιοποίηση σε τσιμεντάδικα ή μονάδες παραγωγής ενέργειας και κατ’ ελάχιστο 100-150 ευρώ ανά τόνο για την περίπτωση της καύσης του. Άλλα προβλήματα που ανακύπτουν από τις τεχνολογίες αυτές έχουν σχέση με την παραγωγή ενέργειας και συγκεκριμένα:
♦ Η υιοθέτηση της ενεργειακής αξιοποίησης θα δεσμεύσει τους ΟΤΑ για τουλάχιστον 20-30 χρόνια, αφού θα πρέπει να παραδίδουν συγκεκριμένες ποσότητες απορριμμάτων με συγκεκριμένη ποιοτική σύσταση στις μονάδες. Αυτό σημαίνει ότι εάν οι ΟΤΑ θελήσουν να αυξήσουν στο μέλλον την πρόληψη, την ανακύκλωση ή την κομποστοποίηση, θα κινδυνεύουν να πληρώσουν μεγάλα χρηματικά ποσά στην ενεργειακή αξιοποίηση από τις ποινικές ρήτρες που υπάρχουν συνήθως στις συμβάσεις αυτών των τεχνολογιών με τους ΟΤΑ.
♦ Από ενεργειακής πλευράς η καύση - πυρόλυση - αεριοποίηση συμβάλλουν πολύ περισσότερο στην παραγωγή αερίων του θερμοκηπίου. Ακόμη και η «καλύτερη» καύση (με συμπαραγωγή ηλεκτρισμού και θερμότητας) υπολείπεται σημαντικά της ανακύκλωσης και φυσικά της μείωσης στην πηγή.
♦ Η καύση ενός τόνου ανάμικτων ανακυκλώσιμων με συμπαραγωγή ηλεκτρισμού και θερμότητας μειώνει τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (CO2) κατά 95 κιλά στην καλύτερη περίπτωση, ενώ η ανακύκλωση ίδιου βάρους ανάμικτων ανακυκλώσιμων μειώνει κατά 760 κιλά τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα.
Δημόσια υγεία - περιβάλλον
Οι πιέσεις για την επέλαση των τεχνολογιών καύσης στη χώρα μας έχουν ξεκινήσει συστηματικά τα τελευταία πέντε χρόνια με ενημερωτικές ημερίδες και ταξίδια στο εξωτερικό με προσκεκλημένους εκπροσώπους της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Η πρακτική ασφαλώς και είναι θεμιτή, όταν, βέβαια, οι δημοτικοί άρχοντες δεν περιορίζονται σε ταξίδια αναψυχής και ψάχνουν το θέμα λίγο περισσότερο πριν δεσμεύσουν τους πολίτες τους με μια επικίνδυνη και πανάκριβη μέθοδο για τη διαχείριση των απορριμμάτων.
Και όταν λέμε λίγο περισσότερο, εννοούμε να μην περιοριστούν στις διαβεβαιώσεις των πλασιέ των τεχνολογιών ότι η καύση είναι μια αθώα μέθοδος και ότι οι νέες εξελιγμένες τεχνολογίες δεν εκλύουν παρά μόνον καθαρό οξυγόνο...
Δυστυχώς, όμως, οι απόψεις αυτές απέχουν πολύ από την τραγική πραγματικότητα που συνοδεύει τις τεχνολογίες καύσης.
Όπως επισημαίνουν οι επιστήμονες, τα εργοστάσια καύσης είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την έκλυση διοξινών και εκατοντάδων άλλων τοξικών ουσιών.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, η καύση των αποβλήτων θεωρείται η σημαντικότερη πηγή έκλυσης διοξινών, ενώ ταυτόχρονα ευθύνεται για ένα σημαντικό ποσοστό των εκλύσεων υδραργύρου στο περιβάλλον.
Σύμφωνα με έκθεση που συνέταξε το 2005 ο περιβαλλοντολόγος Στέλιος Ψωμάς, «το 40-80% των συνολικών εκλύσεων διοξινών σε πολλές βιομηχανικές χώρες προέρχεται από εργοστάσια καύσης αποβλήτων.
Οι διοξίνες είναι μια κατηγορία 75 ουσιών που περιέχουν χλώριο. Συνήθως στην ίδια κατηγορία κατατάσσονται και εκατοντάδες άλλες συγγενείς ουσίες, όπως τα φουράνια και τα PCBs (κλοφέν)».
Και ακόμα, στην πληθώρα των ρύπων που εκλύονται από τα εργοστάσια καύσης συγκαταλέγονται ακόμη όξινα αέρια, όπως το υδροχλώριο, το υδροφθόριο, το υδροβρώμιο και οξείδια του θείου, τα οποία, συν τοις άλλοις, δρουν διαβρωτικά και για τους ίδιους τους αποτεφρωτήρες και τα συστήματα αντιρρύπανσης.
«Τα οξείδια του αζώτου (τα οποία συμβάλλουν στη δημιουργία φωτοχημικού νέφους), οι πολυκυκλικοί αρωματικοί υδρογονάνθρακες (πολλοί από τους οποίους είναι καρκινογόνοι) και αρκετές πτητικές οργανικές ενώσεις (ιδιαίτερα επιβαρυντικές για την υγεία), συμπληρώνουν το χημικό κοκτέιλ που εκλύεται από τις καμινάδες των εργοστασίων καύσης» επισημαίνει στη μελέτη ο Στέλιος Ψωμάς.
Η εναλλακτική πρόταση
Οι περιβαλλοντικές οργανώσεις, οι οποίες εδώ και έναν χρόνο έχουν παρουσιάσει ολοκληρωμένη εναλλακτική πρόταση για τη διαχείριση των απορριμμάτων της Αττικής, που στηρίζεται στη διαλογή στην πηγή, στην ανακύκλωση και στην κομποστοποίηση, ζητούν με βάση και τα νέα δεδομένα της σημαντικής μείωσης των απορριμμάτων και της οικτρής οικονομικής κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει η χώρα την άμεση αναβολή των τεσσάρων μεγάλων έργων για τη διαχείριση 1.350.000 τόνων τον χρόνο και την επανεξέταση του σχεδιασμού, αφού – όπως επισημαίνουν – θα μπορούσαν να κατασκευαστούν δύο μονάδες κομποστοποίησης συνολικής δυναμικότητας 255.000 τόνων, μονάδες απόλυτα επαρκείς για τη μακροπρόθεσμη εξυπηρέτηση της Αττικής.
Τα έργα αυτά θα λειτουργούσαν, όπως επισημαίνουν, συμπληρωματικά σε έναν σχεδιασμό που θα προέβλεπε:
♦ Την πλήρη λειτουργία του Εργοστασίου Μηχανικής Ανακύκλωσης (ΕΜΑΚ), που σήμερα υπολειτουργεί με 100.000 τόνους. Το εργοστάσιο μπορεί να φθάσει, με κάποια συμπληρωματικά έργα, στους 400.000 - 450.000 τόνους και με αξιοποίηση του RDF ως εναλλακτικού καυσίμου σε υπάρχουσες αδειοδοτημένες βιομηχανίες.
♦ Σταθερή αύξηση της ανακύκλωσης με την επέκταση της λειτουργίας των υπαρχόντων Συστημάτων Εναλλακτικής Διαχείρισης και τη δημιουργία νέων για έντυπο χαρτί, οργανικά υλικά, έπιπλα, επικίνδυνα οικιακά, ρουχισμό, φάρμακα.
♦ Δημιουργία 20-25 Πράσινων Σημείων στην Αττική για να μπορούν οι πολίτες να παραδίδουν και μόνοι τους πολλά υλικά, που σήμερα είναι δύσκολη η διαχείρισή τους.
♦ Καθιέρωση του καφέ κάδου για τα οργανικά σε όλη την Αττική: Με τη διαλογή στην πηγή των οργανικών θα εκτρέπεται ένα συνεχώς αυξανόμενο μέρος των απορριμμάτων και θα οδηγούνται για κομποστοποίηση είτε άμεσα στο ΕΜΑΚ, που έχει μεγάλη δυνατότητα, είτε στις νέες μονάδες κομποστοποίησης, που θα δημιουργούνται τα επόμενα έτη.
Παράλληλα με την τοποθέτηση του καφέ κάδου για τα οργανικά, μπορεί συμπληρωματικά να προωθηθεί και η οικιακή κομποστοποίηση σε όσους πολίτες το επιθυμούν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου