Δευτέρα 10 Μαΐου 2010

Η γοητεία του τουρκικού μοντέλου




Από τον Ιό της Ελευθεροτυπίας

(Στους πονηρούς καιρούς μας έχει ιδιαίτερη σημασία η δημοσίευση ενός τέτοιου κειμένου από τη δημοσιογραφική ομάδα του Ιού, καθώς είναι γνωστή η χρόνια στράτευσή της στην υπόθεση της «ελληνοτουρκικής προσέγγισης»...)

Άλλοι φοβούνται πως το ΔΝΤ θα μας γυρίσει στην Τουρκοκρατία. Κι άλλοι ελπίζουν ότι θα γίνουμε Τουρκία. Ώστε να νιώσουμε, επιτέλους, τι θα πει ανάπτυξη, τάξη και ασφάλεια.

Μέχρι πρότινος, τα μοντέλα που επικαλούνταν πολιτικοί και δημοσιογράφοι του «μεσαίου χώρου» ήταν αυτά της προηγμένης Δύσης: Σκανδιναβία, Γερμανία, Ιαπωνία, άντε και ΗΠΑ... Με το ξέσπασμα της κρίσης, ωστόσο, ακόμη κι αυτές οι φαντασιώσεις συρρικνώνονται δραματικά.


Όπως διαπιστώνουμε από πρόσφατα δημοσιεύματα των εφημερίδων που κανοναρχούν αυτή τη βίαιη προσαρμογή της εθνικής μας ψυχολογίας στις επιταγές των νέων καιρών, το καινούριο μας πρότυπο δεν (πρέπει να) είναι άλλο από τη γειτονική μας Τουρκία. Τη χώρα, με άλλα λόγια, που μέχρι τώρα βαθμολογούσαμε – σαν καλοί ευρωπαίοι – τις προσπάθειές της «να μας μοιάσει», εκδημοκρατίζοντας τις αυταρχικές δομές της!

Το σαφέστερο δείγμα του νέου λόγου μας το πρόσφερε ένα πρωτοσέλιδο άρθρο του Αλέξη Παπαχελά στην «Καθημερινή» (7.4.10), με τις εντυπώσεις του από μια πασχαλιάτικη εκδρομή στην Κωνσταντινούπολη. Σε αντίθεση με «μια Ελλάδα που εδώ και καιρό αδυνατεί να δαμάσει το πολύ μίζερο και κακό κομμάτι του εαυτού μας», διαβάζουμε, 


«η Τουρκία έχει κάνει μεγάλα βήματα και αυτό είναι πλέον πρόδηλο δια γυμνού οφθαλμού. Από πλευράς υποδομών, επιχειρηματικότητας, εξωστρέφειας και εκπαίδευσης, τα πράγματα έχουν προχωρήσει πολύ. [...] Η Τουρκία νιώθει τώρα έναν πρωτόγνωρο δυναμισμό και μια καινούρια αυτοπεποίθηση. Είναι λογικό όταν έχει ανάπτυξη 6% και σημαντικοί αναλυτές την κατατάσσουν, μαζί με την Ινδία, στις χώρες που θα παίξουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην παγκόσμια οικονομία».

Ιδιαίτερη γοητεία ασκεί στο διευθυντή της «Καθημερινής» το εκπαιδευτικό σύστημα της γείτονος:

«Στην Παιδεία οι Τούρκοι έχουν καταφέρει να προσελκύσουν ιδιωτικά κεφάλαια και να πετύχουν μια σοβαρή συνεργασία κράτους και ιδιωτών που έχει λαμπρά αποτελέσματα. Οι εγκαταστάσεις ορισμένων τουρκικών πανεπιστημίων, αλλά και το περιεχόμενο των σπουδών τους, αφήνουν πίσω τα ελληνικά ΑΕΙ που βουλιάζουν στη μιζέρια και τις μικροδιαπλοκές της μετριότητος και του συνδικαλισμού».

Εν ολίγοις, «η σημερινή Τουρκία θυμίζει από πολλές απόψεις την Ελλάδα της ευφορίας του 2004, με τη διαφορά πως την διαχειρίζεται με μεγαλύτερη σοβαρότητα και αφού έχει λύσει τα αυτονόητα ζητήματα που εμάς δεν μας αφήνουν να πάμε μπροστά». Ώρα, με άλλα λόγια, να τη μιμηθούμε – επιλύοντας, με τον ίδιο προφανώς τρόπο, «τα αυτονόητα».

Δεν είναι όμως μόνο η «Καθημερινή» που, μέσα στην κρίση, ανακάλυψε τον τουρκικό δρόμο προς την ευημερία. Λίγες μέρες μετά, το ομόφρον «Βήμα» μας προτείνει κι αυτό να πάρουμε μαθήματα απ’ την Τουρκία, μια χώρα που «έμαθε να ζει με το ΔΝΤ» (18.4.2010). Την εικόνα συμπληρώνουν, τέλος, οι ενθουσιώδεις προτροπές διαφόρων οικονομικών ενθέτων και ηλεκτρονικών εφημερίδων, που μας καλούν – κι αυτά – να μιμηθούμε την «αναπτυξιακή» στρατηγική των γειτόνων μας, ιδίως στον τουριστικό τομέα.

Πού οφείλεται όμως αυτή η ξαφνική επανεκτίμηση των «προσόντων» της Τουρκικής Δημοκρατίας από τα εθνικά υπερήφανα ΜΜΕ μας;

Μάλλον όχι στις οικονομικές επιδόσεις της γείτονος αυτές καθαυτές. Άγνωστo πού βρήκε π.χ. ο Παπαχελάς την «ανάπτυξη 6%» που τον εντυπωσίασε, αφού σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Άγκυρας το τουρκικό ΑΕΠ μειώθηκε μέσα στο 2009 κατά 4,7% (AFP 31.3.10).

Δύσκολα μπορεί επίσης να ζηλέψει κανείς μια κοινωνία όπου ο επίσημος κατώτατος μισθός δεν φτάνει καν τα 300 ευρώ, ενώ το μέσο μηνιαίο εισόδημα των φτωχότερων οικογενειών κυμαίνεται γύρω στα 150 ευρώ (Le Monde Diplomatique, 9.2008). Εκτός κι αν θαμπώνεται από το «επίτευγμα» ότι 35 Τούρκοι φιγουράρουν στη λίστα των πλουσιότερων ανθρώπων της υφηλίου!

Μια απλή ματιά στα διεθνή πρακτορεία αρκεί άλλωστε για να διαπιστώσουμε ότι, μέσα στους πρώτους μήνες του 2010, η «φερεγγυότητα» της τουρκικής οικονομίας και το ενδεχόμενο ενός ακόμη «πακέτου πιστώσεων» του ΔΝΤ προς την Άγκυρα τροφοδότησαν παρόμοια επικοινωνιακά παιχνίδια «εκτιμητών» με αυτά που εδώ χαρακτηρίστηκαν σαν εκβιασμοί επαγγελματιών κερδοσκόπων. Αντιδρώντας δε σ’ αυτές τις πιέσεις, η κυβέρνηση Ερντογάν ανέβαλε στις 10 Μαρτίου επ' αόριστον τις διαπραγματεύσεις για το επίμαχο δάνειο.

Αυτό που μένει είναι η γοητεία που ασκεί ένα αυταρχικό κράτος, συνηθισμένο να μην πολυδίνει λογαριασμό στους πολίτες του αλλά πλήρως υποταγμένο στα κελεύσματα των «παραγωγικών τάξεων», σε όσους αναλογίζονται με τρόμο τις αντιστάσεις που θα συναντήσει στα καθ’ ημάς η υλοποίηση των συνταγών του ΔΝΤ. Σ’ αυτό τον τομέα, η τουρκική εμπειρία μπορεί όντως ν’ αποδειχθεί διδακτική για τους κυβερνήτες μας.

Ακαδημαϊκή ελευθερία ΓΙΟΚ

Ένας λόγος που τα καθωσπρέπει ελληνικά ΜΜΕ ζηλεύουν το ακαδημαϊκό τοπίο της Τουρκίας είναι το ότι εκεί λειτουργούν ιδιωτικά ΑΕΙ εδώ και χρόνια. Η κατάργηση του κρατικού μονοπωλίου υπήρξε μια από τις δυο μεγάλες παρεμβάσεις της χούντας του Εβρέν στην ανώτατη παιδεία: ενσωματώθηκε στο δικτατορικό (και ισχύον μέχρι σήμερα) Σύνταγμα του 1982, η δε πρωτοβουλία για τη δημιουργία του πρώτου ιδιωτικού πανεπιστημίου ανήκε στον Ιχσάν Ντογραματζί, τον πρώτο πρόεδρο του Συμβουλίου Ανώτατης Παιδείας που δημιούργησε η χούντα.

Αυτό το Συμβούλιο – γνωστότερο ως YΟK (Γιόκ) – αποτελεί τη δεύτερη θεσμική τομή της δικτατορίας, στην προσπάθειά της να ελέγξει πλήρως (και να στρατιωτικοποιήσει) τα τουρκικά πανεπιστήμια. Πρόκειται για ένα συγκεντρωτικό μηχανισμό, άμεσα υπαγόμενο στην πολιτική εξουσία, που διορίζει τους πρυτάνεις, εγκρίνει τους διορισμούς των πανεπιστημιακών, καθορίζει (σε γενικές πλέον γραμμές) το πρόγραμμα και την ύλη των μαθημάτων, επιβλέπει την «πειθάρχηση» των ΑΕΙ στην εθνική ορθότητα και συντονίζει την εκκαθάρισή τους από τα κατά καιρούς «εχθρικά» ή «ύποπτα» στοιχεία.

Βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας, τα 21 μέλη του διορίζονται – ανά 7 – από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας, την κυβέρνηση και το Διαπανεπιστημιακό Συμβούλιο (αποτελούμενο από πρυτάνεις που, με τη σειρά τους, έχουν διοριστεί απ’ το ΥΟΚ). Μέχρι το 2004, στη σύνθεσή του μετείχε και εκπρόσωπος των ενόπλων δυνάμεων, διορισμένος απ’ το Γενικό Επιτελείο.

Σύμφωνα με το Ν. 2547 του 1981, που θέσπισε η χούντα και με κάποιες τροποποιήσεις εξακολουθεί να διέπει τη λειτουργία των τουρκικών ΑΕΙ, αποστολή των τελευταίων είναι «η ανατροφή πολιτών που θα είναι αφοσιωμένοι στην εθνικοφροσύνη του Ατατούρκ, που θα εμφορούνται από τις εθνικές, ηθικές, ψυχικές και πολιτισμικές αξίες του τουρκικού έθνους, που θα αισθάνονται την τιμή και την ευτυχία του να είναι κανείς Τούρκος» και, κυρίως, που «θα ξέρουν το καθήκον και τις ευθύνες τους απέναντι στο Κράτος και θα το αποδεικνύουν έμπρακτα».

Η εφαρμογή αυτού του ιδεολογικού κορσέ στην πράξη προσαρμόστηκε βέβαια στις εκάστοτε συνθήκες, συγκυρίες κι «εθνικές» προτεραιότητες:

* Επί χούντας, το ΥΟΚ απέλυσε με συνοπτικές διαδικασίες εκατοντάδες πανεπιστημιακούς υπόπτων κοινωνικών φρονημάτων, αντικαθιστώντας τους με πατενταρισμένους εθνικόφρονες, επέβαλε ενιαία διδακτέα ύλη ανά μάθημα σε όλη τη χώρα κι απαιτούσε από τους πανεπιστημιακούς να υποβάλλουν για έλεγχο τις σημειώσεις, τη βιβλιογραφία και τις δημοσιεύσεις τους.

* Σήμερα, το ΥΟΚ περιορίζεται απλώς στον έλεγχο των συσχετισμών, τη σκιαγράφηση των γενικών κατευθύνσεων του προγράμματος σπουδών, την πειθάρχηση των φοιτητών και την έκδοση κανονιστικών εγκυκλίων.

Μια απ’ αυτές, που αποκαλύφθηκε τελευταία από την εφημερίδα Burgun (24.4.10), καλεί τις σχολές να καταβάλουν προσπάθεια για τον εντοπισμό (ενεργών ή εκκολαπτόμενων) «τρομοκρατών» μεταξύ του φοιτητικού πληθυσμού, συνιστά ιδιαίτερη προσοχή σε ποιους δίνονται υποτροφίες για το εξωτερικό και προτρέπει τα ΑΕΙ να οργανώσουν συνέδρια και να επιβραβεύουν μελέτες για την εθνική ασφάλεια.

Αλλαγές υπέστη άλλωστε στην πορεία και η ταυτότητα, τόσο του «εσωτερικού εχθρού» όσο και των εκάστοτε «συμμάχων» στην καταπολέμησή του. Tη δεκαετία του '80, όταν προτεραιότητα αποτελούσε η εκκαθάριση της Αριστεράς και των δημοκρατικών «παραφυάδων» της, το ΥΟΚ γέμισε τα πανεπιστήμια με θρησκευόμενους κήρυκες της περίφημης «τουρκοϊσλαμικής σύνθεσης».

Λίγο αργότερα, όταν «εχθρός» έγιναν όσοι υπονόμευαν το εθνικό συμφέρον ασχολούμενοι με τη γενοκτονία των Αρμενίων, την εθνοκάθαρση των Ελλήνων ή την κουρδική ταυτότητα και γλώσσα, σειρά για διορισμό πήραν όσοι ξεσπάθωναν για τα εθνικά δίκαια. Με τη στοχοποίηση του πολιτικού Ισλάμ, επανεκτιμήθηκαν τέλος τα προσόντα των σπουδαγμένων στη Δύση «θετικιστών».

Αυτό που δεν φαίνεται ν’ αλλάζει με τίποτα, είναι το αυταρχικό θεσμικό πλαίσιο: η αυτονομία και η αυτοδιοίκηση που απολάμβαναν ως το 1980 τα τουρκικά πανεπιστήμια φαίνεται πως αποτελεί οριστικά παρελθόν. Η επέτειος της ίδρυσης του ΥΟΚ (6 Νοεμβρίου) «γιορτάζεται» έτσι κάθε χρονιά με φοιτητικές διαδηλώσεις που ζητούν την αποκατάσταση των δημοκρατικών λειτουργιών.

Το «άσυλο» των ΜΑΤ

Από 'κει και πέρα, οι καθ’ ημάς λάτρεις της «τάξης» είναι λογικό να εντυπωσιάζονται από την εικόνα των τουρκικών ΑΕΙ: κάμερες επιτήρησης παντού, ιδιωτική αστυνομία (σεκιουριτάδες) σε αγαστή συνεργασία με το πανταχού παρόν «σπουδαστικό» της (κανονικής) Ασφάλειας, και σε μικρή απόσταση κλούβες των ΜΑΤ για να επέμβουν σε κάθε ενδεχόμενο.

Για την έκταση (και τις συνέπειες) αυτής της επιτήρησης, αποκαλυπτικό είναι ένα πρόσφατο «μικροεπεισόδιο» που πληροφορούμαστε από τον εναλλακτικό ιστότοπο BIAnet:

Στις 29 Οκτωβρίου 2009, αριστεροί φοιτητές του Πανεπιστημίου Χατζάτεπε της Άγκυρας έστησαν στο χώρο της σχολής τους τραπεζάκι με πανό, τα οποία καλούσαν στις ετήσιες διαδηλώσεις για την επέτειο του ΥΟΚ. Το ένα πανό διακήρυσσε πως «Δεν θα παραδώσουμε τα πανεπιστήμια στο [κυβερνών κόμμα] ΑΚΡ», ενώ το άλλο διατράνωνε τις σοσιαλιστικές πεποιθήσεις των δημιουργών του.

Σχεδόν αμέσως, οι φοιτητές δέχτηκαν επίθεση από σεκιουριτάδες κι ασφαλίτες. Αυτό προκάλεσε τις διαμαρτυρίες μερικών δεκάδων συναδέλφων τους, επέμβαση των ΜΑΤ, πολιορκία της βιβλιοθήκης του πανεπιστημίου, ρίψη δακρυγόνων μέσα στη βιβλιοθήκη και στη γειτονική πανεπιστημιακή καφετέρια, σύλληψη 66 φοιτητών και παραπομπή 11 απ' αυτούς στη δικαιοσύνη για «αντίσταση κατά της αρχής» και «παρενόχληση εκπαιδευτικής διαδικασίας».

* Στο αστυνομικό τμήμα κατέληξαν επίσης 127 φοιτητές του ίδιου πανεπιστημίου και του Πολυτεχνείου της Άγκυρας που, φέτος το Μάρτιο, θέλησαν να προβούν σε συμβολική εκδήλωση διαμαρτυρίας για τις αυξήσεις των εισιτηρίων στα λεωφορεία. Ο δήμαρχος της πρωτεύουσας προειδοποίησε δε ότι, αν οι διαμαρτυρίες συνεχιστούν, θα κόψει πλήρως τα δρομολόγια που εξυπηρετούν τα εν λόγω ΑΕΙ («Zaman» 20.3.10).

* Τρεις πάλι φοιτητές, που τόλμησαν ν’ αναρτήσουν πανό υπέρ της δωρεάν παιδείας σε κάποιο φεστιβάλ κατά τη διάρκεια ομιλίας του Ερντογάν (14.3.10), συνελήφθησαν κι οδηγήθηκαν στο δικαστήριο. Παρόλο που η Ομοσπονδία τους έχει δημόσια δράση εδώ και χρόνια, δυο απ’ αυτούς προφυλακίστηκαν για «συμμετοχή σε παράνομη οργάνωση» (BIANet 19.3.10).

* «Διαμαρτυρία χωρίς άδεια», «εκφώνηση συνθημάτων», ακόμη και «συμμετοχή σε συνεντεύξεις Τύπου» αποτελούν «παραπτώματα» που κατά κανόνα συνεπάγονται τη λήψη πειθαρχικών μέτρων κατά των εμπλεκόμενων φοιτητών, με προσωρινή (ή και μόνιμη) αποβολή τους απ’ τις σχολές. Πειθαρχικές διώξεις επιφέρει και κάθε εκδήλωση διαμαρτυρίας που ζητά την κατάργηση των διδάκτρων. Τριάντα τρεις φοιτητές του Πανεπιστημίου της Αδριανούπολης καταδικάστηκαν το 2007 σε τριετή φυλάκιση επειδή διοργάνωσαν ένα εναλλακτικό φεστιβάλ.

* Την εικόνα ολοκληρώνει μια διαδεδομένη πρακτική: όταν κάποιος φοιτητής αρχίσει να «πλέκει» με συνδικαλιστική δράση, η πρυτανεία στέλνει στην οικογένειά του «προειδοποιητική» επιστολή, ότι υπάρχει κίνδυνος εμπλοκής του με την «τρομοκρατία». Οι πληροφορίες και η σχετική εντολή προέρχονται από την Ασφάλεια.

Εθνική Ηθική Διαπαιδαγώγηση από κούνια

Τα ανώτατα ιδρύματα δεν είναι όμως ο μόνος εκπαιδευτικός χώρος που «διαπαιδαγωγείται» κοινωνικοπολιτικά κι επιτηρείται στρατιωτικοαστυνομικά. Το μάθημα «Στοιχεία Εθνικής Ασφαλείας» αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του σχολικού προγράμματος από το 1926 μέχρι σήμερα. Το διδάσκουν δε όχι δάσκαλοι και καθηγητές υπαγόμενοι στο Υπουργείο Παιδείας, αλλά εν ενεργεία ή απόστρατοι αξιωματικοί.

Σύμφωνα με το ισχύον σχετικό διάταγμα του 1998, σκοπός του μαθήματος είναι «να προωθήσει την εκμάθηση στη νεολαία των εθνικών στρατηγικών μας, των εθνικών μας στόχων και των εθνικών μας συμφερόντων», καθώς και «να μάθει η νεολαία να μάχεται εναντίον όσων διαφωνούν με τα παραπάνω».

Εκτός σχολείου, το διαβόητο άρθρο 301 του Ποινικού Κώδικα καθιστά άλλωστε ποινικό αδίκημα, τιμωρητέο με φυλάκιση από 6 μήνες μέχρι 2 χρόνια, κάθε «δημόσια προσβολή του τουρκικού έθνους, της Δημοκρατίας ή της Εθνοσυνέλευσης της Τουρκίας», καθώς και κάθε δημόσια προσβολή της κυβέρνησης, της δικαστικής εξουσίας, του στρατού ή των υπηρεσιών ασφαλείας. Μέχρι την πρόσφατη τροποποίησή του (30.4.2008), αντί για την τιμή «του τουρκικού έθνους» το άρθρο προστάτευε την τιμή του «τουρκισμού», εν γένει.

Πρόσφατο αποκαλυπτικό δημοσίευμα της εφημερίδας «Ταράφ» έφερε στο φως μια συμπληρωματική διάσταση του μαθήματος «εθνικής ασφαλείας»: οι αξιωματικοί που το διδάσκουν οφείλουν ταυτόχρονα να συμπληρώνουν, για λογαριασμό του ΓΕΕΘΑ, τους φακέλους φρονημάτων των μαθητών και των εκπαιδευτικών με τους οποίους έρχονται σε επαφή.

Η καταγραφή αυτή του ριζοσπαστισμού της νέας γενιάς εξ απαλών ονύχων συνιστά όντως πρωτοποριακή πρακτική, που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί μελλοντικά και στα καθ’ ημάς: αντί να «χαρτογραφούνται» μια φορά κάθε δεκαετία με τις εισβολές των ΜΑΤ στο Πολυτεχνείο, οι δυνητικοί «τρομοκράτες» του μέλλοντος θα εντοπίζονται έγκαιρα χάρη στην ανάλυση του αντικομφορμιστικού λόγου και των εφηβικών ανησυχιών μέσα στις σχολικές αίθουσες. Για λόγους σεβασμού της ελληνικής ιδιοπροσωπίας, καλό θα ήταν ωστόσο οι στρατιωτικοί εκπαιδευτές - χαφιέδες ν’ αντικατασταθούν από λαγωνικά της «Αντιτρομοκρατικής».

Η «τρομοκρατία» των συνθημάτων

Παρά το βάθος της σκέψης και τα επιχειρήματα των δασκάλων τους στην «Εθνική Ασφάλεια», υπάρχουν παρόλα αυτά κάποιοι Τούρκοι που επιμένουν να κατεβαίνουν στο πεζοδρόμιο. Δέσμια του «κακού της εαυτού», η ελληνική κοινωνία θα είχε αναμφίβολα πολλά να διδαχθεί από τον τρόπο με την οποία οι γείτονές μας (δηλαδή τα εκεί αφεντικά) χειρίζονται αυτού του είδους τους οπισθοδρομικούς συμπολίτες τους.

Η πρακτική π.χ. των μαζικών συλλήψεων, που εδώ προκαλεί σοκ στην κοινή γνώμη, εκεί συνιστά τρέχουσα πρακτική. Σύμφωνα με μελέτη τούρκου πανεπιστημιακού, μεταξύ 1994 και 2000 συνελήφθησαν για συμμετοχή σε διαδηλώσεις συνολικά 29.004 άτομα, συχνά εκ των υστέρων. Σύμφωνα με την αστυνομία, το 79% των διαδηλώσεων της περιόδου ήταν «παράνομες».

Βάσει της ίδιας πηγής, την τετραετία 1997-2000 καταδικάστηκαν για παραβίαση της νομοθεσίας που διέπει τις δημόσιες συναθροίσεις 27.283 πολίτες, αριθμός στον οποίο δεν περιλαμβάνονται οι καταδικασθέντες για παραβίαση της (ισχύουσας) «αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας» του 1991. Η τελευταία ποινικοποιεί κάθε δημόσια εκδήλωση που θα μπορούσε κάπως να ερμηνευθεί ως υποστήριξη προς τους στόχους παράνομης οργάνωσης, ακόμη κι αν δεν συνδέεται οργανωτικά με κάτι τέτοιο (Aysen Uysal, «Maintien de l’ordre et manifestations de rue», σε G. Dorronsoro [ed.], «La Turquie conteste», Παρίσι 2005).

Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας, σοβαρό πρόβλημα αποτελεί η συχνή χρήση της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας για τη δίωξη, την παρατεταμένη προφυλάκιση και βαριές δικαστικές καταδίκες ανήλικων παιδιών που συλλαμβάνονται στη διάρκεια κουρδικών διαδηλώσεων.

Βάσει της πρόσφατης νομολογίας του Ανώτατου Δικαστηρίου (2008), ακόμη και η απλή συμμετοχή σε ειρηνικές διαδηλώσεις υποκινούμενες – κατά τις αρχές – από το ΡΚΚ ισοδυναμεί με τρομοκρατική ενέργεια. Για την καταδίκη των ανηλίκων αρκεί άλλοτε μια φωτογραφία όπου αυτοί σχηματίζουν το σήμα της νίκης, άλλοτε η κατάθεση του αστυνομικού που τους συνέλαβε, ενώ δεν λείπουν και καταδίκες βάσει ανώνυμων καταθέσεων «προστατευόμενων» μαρτύρων!

«Τρομοκράτες» συνδικαλιστές

Η ανεξέλεγκτη χρήση της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας δεν πλήττει όμως μόνο διαδηλωτές. Τον περασμένο Μάιο, αστυνομία και φιλοκυβενητικά ΜΜΕ θριαμβολόγησαν για την «εξάρθρωση» μιας υποτιθέμενης θυγατρικής οργάνωσης του ΡΚΚ στο εσωτερικό του συνδικάτου των δημοσίων υπαλλήλων (KESK) στη Σμύρνη.

Τριάντα ένας συνδικαλιστές συνελήφθησαν κι 22 προφυλακίστηκαν επί εξάμηνο, ώσπου στη δίκη αποκαλύφθηκε πως η κατηγορία είχε στηθεί με βάση την αυθαίρετη ερμηνεία καταγραμμένων τηλεφωνικών συνομιλιών (που στην πραγματικότητα αφορούσαν δραστηριότητες του συνδικάτου), το... γάμο μιας (τουρκάλας) συνδικαλίστριας με Κούρδο, την παρακολούθηση ταινίας με κουρδικούς υπότιτλους και άλλα φαιδρά.

Η νομική τεκμηρίωση περί «παράνομης οργάνωσης» στηρίχθηκε στο γεγονός ότι το δραστήριο γυναικείο τμήμα του συνδικάτου, στελεχωμένο σε μεγάλο βαθμό από φεμινίστριες, δεν προβλέπεται στο καταστατικό του. Η θέσπιση ενός ποσοστού 30% γυναικών στα όργανα, «ερμηνεύθηκε» έτσι νομικά σαν «άλωση» του KESK από τρομοκρατική οργάνωση!

Τελικά, χάρη στη διεθνή κινητοποίηση και την παρουσία πολλών ξένων παρατηρητών, οι υπόδικοι αφέθηκαν ελεύθεροι κι η δίκη τους αναβλήθηκε, χωρίς όμως αυτό να σημάνει και το τέλος της δίωξης. Η κατηγορία του (υπόδικου ή δυνητικού) «τρομοκράτη» εξακολουθεί έτσι να κρέμεται, σαν δαμόκλειος σπάθη, πάνω από τα κεφάλια των μελών του μαχητικού συνδικάτου.

Μέχρι σήμερα, το Σύνταγμα απαγορεύει άλλωστε ρητά την απεργία στους δημοσίους υπαλλήλους. Η απαγόρευση αυτή δε μένει στα χαρτιά: τον περασμένο Δεκέμβριο π.χ., πάνω από 40 εργαζόμενοι στους σιδηροδρόμους τέθηκαν σε διαθεσιμότητα για τη συμμετοχή τους σε 24ωρη απεργία που διεκδικούσε την υπογραφή νέας συλλογικής σύμβασης (Amnesty International, όπ.π.).

Για να συνοψίσουμε: η τουρκική κοινωνία βρίσκεται εδώ και χρόνια σε μια διαδικασία μετάβασης από την παραδοσιακή στρατοκρατία σ’ ένα «ευρωπαϊκότερο» μοντέλο. Σε ορισμένους τομείς αυτή η μετάβαση συνεπάγεται πραγματικά δημοκρατικά ανοίγματα, ενώ αλλού οι ιστορικά κληρονομημένες αυταρχικές αντιλήψεις και μηχανισμοί απλώς εκσυγχρονίζονται, έτσι ώστε να είναι ευκολότερα αποδεκτοί από τις δυτικές κοινωνίες.

Όμως, σε καμιά περίπτωση το «τουρκικό μοντέλο», ακόμη και στη «δημοκρατικότερη» εκδοχή του, δεν μπορεί να θεωρηθεί παράδειγμα για μια κοινωνία όπως η ελληνική, με δημοκρατικούς θεσμούς λίγο - πολύ εμπεδωμένους εδώ και κάμποσες δεκαετίες. Όσοι γοητεύονται από την «τάξη» και τις «επιδόσεις» των γειτόνων μας, απλώς αποκαλύπτουν τι είδους μέλλον μας ετοιμάζουν.

Το Εξπρές του ΔΝΤ

Αν κάτι μας μαθαίνει η πολύχρονη «συνεργασία» της Τουρκίας με το ΔΝΤ, είναι η ταυτότητα των θυμάτων της: από το 1958 μέχρι σήμερα, τις συνταγές του Tαμείου τις έχουν πληρώσει μονομερώς οι μισθωτοί, οι συνταξιούχοι κι οι δημοκρατικές ελευθερίες.

Η ένταξη της Τουρκίας στο ΔΝΤ, το 1947, συνοδεύτηκε από υποτίμηση της τουρκικής λίρας κατά 120% και άνοιγμα της οικονομίας στο δυτικό κεφάλαιο. Μια δεκαετία μετά, η έκρηξη των εισαγωγών κι η εκτεταμένη φοροδιαφυγή υποχρέωσαν την κυβέρνηση Μεντερές να προσφύγει στις καλές υπηρεσίες του Ταμείου. Η λίρα υποτιμήθηκε ξανά, οι τιμές «απελευθερώθηκαν» κι η κυβέρνηση κατέφυγε στον ανοιχτό αυταρχισμό. Την αιματηρή καταστολή μιας φοιτητικής εξέγερσης, την άνοιξη του 1960, ακολούθησε το στρατιωτικό πραξικόπημα της 27ης Μαΐου στο όνομα της «εθνικής συμφιλίωσης».

Δεν ήταν παρά η αρχή ενός φαύλου κύκλου διαδοχικών «αναδιαρθρώσεων» σε βάρος της μισθωτής εργασίας και των παραδοσιακών μικροαστικών στρωμάτων, απελπισμένων αντιδράσεων κι ανελέητης καταστολής. Το δραματικό αποκορύφωμα ήρθε το 1978-79, όταν η κεντροαριστερή κυβέρνηση του Μπουλέντ Ετζεβίτ, αντιμέτωπη με τις οικονομικές συνέπειες της εισβολής στην Κύπρο, υπέστη τη συνδυασμένη πίεση της εγχώριας αστικής τάξης και του ΔΝΤ.

«Ο σοσιαλδημοκράτης Ετζεβίτ έπρεπε να καταπιεί το πικρό χάπι που του πρόσφερε το ΔΝΤ ως αντίτιμο της οικονομικής της 'διάσωσης'. Οι παραχωρήσεις που ήταν ωστόσο διατεθειμένος να κάνει δεν αρκούσαν για να ικανοποιήσουν το ΔΝΤ και την τουρκική επιχειρηματική κοινότητα, παρόλο που κατάφεραν ν’ αποξενώσουν τους ίδιους τους οπαδούς του. Η TUSIAD [ο τουρκικός ΣΕΒ] δυσφορούσε επειδή ο Ετζεβίτ δεν προχώρησε αρκετά για να εκπληρώσει τις απαιτήσεις του ΔΝΤ για λιτότητα, ενώ οι μισθοσυντήρητοι οπαδοί του πίστευαν πως είχε προχωρήσει υπερβολικά, εκχωρώντας πάρα πολλά σε βάρος τους» (F. Ahmad, “The Making of Modern Turkey”, σ.177-8).

Στις γερουσιαστικές εκλογές του Οκτωβρίου του 1979 ο Ετζεβίτ υπέστη συντριπτική ήττα και παραχώρησε τη θέση του στον (παραδοσιακά δεξιό) Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ. Αυτός διόρισε ως πανίσχυρο αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών τον Τουργκούτ Οζάλ, μέχρι τότε διαπραγματευτή της χώρας με το ΔΝΤ, και στις 24.1.1980 εξήγγειλε ένα δραστικό πρόγραμμα αναδιαρθρώσεων, «ακόμη οξύτερο απ’ ό,τι είχε ζητήσει ή ελπίσει το ΔΝΤ» (όπ.π., σ.178).

Δεδηλωμένο μοντέλο του Οζάλ ήταν η Χιλή του Πινοτσέτ. Ακολούθησε απεργιακή έκρηξη με αιματηρές συγκρούσεις διαδηλωτών κι αστυνομίας, καταλήψεις εργοστασίων, επιστράτευση των φασιστικών συμμοριών των «Γκρίζων Λύκων» κατά των συνδικάτων και της Αριστεράς και σταδιακή διολίσθηση της χώρας σ’ έναν έρποντα εμφύλιο πόλεμο με 20 νεκρούς την ημέρα.

Στις 12 Σεπτεμβρίου 1980 ο στρατός επέβαλε δικτατορία. Ο Οζάλ προβιβάστηκε σε αναπληρωτή πρωθυπουργό και οι ένοπλες δυνάμεις ανάλαβαν να του εξασφαλίσουν την «κοινωνική ειρήνη» που θεωρούσε απαραίτητη για την επιτυχία του προγράμματός του. Συνδικάτα και κόμματα διαλύθηκαν, οι απεργίες απαγορεύθηκαν κι ένα κύμα παραδειγματικής κρατικής τροκρατίας ανέλαβε να «αποπολιτικοποιήσει» δια παντός την τουρκική κοινωνία.

Μέσα σε 15 μήνες συνελήφθησαν 122.600 άτομα, απαγγέλθηκαν 3.600 θανατικές καταδίκες κι εκατοντάδες κρατούμενοι πέθαναν από τα βασανιστήρια. Ο Οζάλ «εξελέγη» πρωθυπουργός το 1983 και πρόεδρος της Δημοκρατίας το 1989, επιβάλλοντας τους ρυθμούς και τα όρια μιας ελεγχόμενης επανόδου στον κοινοβουλευτισμό.

«Η οικονομική πολιτική της δεκαετίας του ’80 αύξησε σε μεγάλο βαθμό το χάσμα ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς», σημειώνει χαρακτηριστικά ένας ιστορικός. «Από τη μια, είχε δημιουργηθεί μια τάξη πολύ πλούσιων επιχειρηματιών», που «επιδείκνυαν τον πλούτο τους με τρόπο που, πριν, ήταν αδιανόητος στην Τουρκία. Από την άλλη, η αγοραστική δύναμη της πλειοψηφίας του πληθυσμού είχε μειωθεί δραματικά» (E. Zurcher, «Σύγχρονη Ιστορία της Τουρκίας», σ.397).

Ο έλεγχος της τουρκικής οικονομίας από το ΔΝΤ δεν σταμάτησε όμως με την αποκατάσταση του κοινοβουλευτισμού. Το 1999-2001 επιβλήθηκε ένα ακόμη δρακόντειο πρόγραμμα λιτότητας κι ιδιωτικοποιήσεων (το 17ο στη σειρά), για να αποκαταστήσει τις «ισορροπίες» που είχαν «κλονιστεί» από την κεϋνσιανή πολιτική παροχών του Ερμπακάν. Ακολούθησαν δυο «πακέτα» δανείων, το 2002-2005 και 2005-2008, με αντίτιμο το μεγαλύτερο μέχρι σήμερα κύμα ιδιωτικοποιήσεων και την αντιλαϊκή αναμόρφωση του ασφαλιστικού από την κυβέρνηση Ερντογάν. Και έπεται συνέχεια...



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου