Τετάρτη 6 Ιουλίου 2011

Σκλάβοι των αγορών οι πολιτικοί


Από τους Financial Times (via Euro2day)

Του Samuel Brittan

Πολλά πράγματα κατά καιρούς έχουν χαρακτηριστεί «χρήσιμα εργαλεία, αλλά κακά αφεντικά»: η τεχνολογία, οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι, τα μαθηματικά μοντέλα μεταξύ άλλων. Σήμερα θέλω να εφαρμόσω την ίδια αρχή σε έναν ακόμη τομέα: τις χρηματοοικονομικές αγορές.

Είναι κοινός τόπος ότι χρειαζόμαστε μηχανισμούς για την καθοδήγηση των πλεονασμάτων σε φυσικές επενδύσεις, των ιδιωτικών καταναλώσεων, για την αποταμίευση που θα χρηματοδοτήσουν τις συντάξεις και για πολλούς άλλους λόγους. Όταν, όμως, αυτές οι αγορές επεκτείνονται σε τέτοιο βαθμό ώστε να αποφασίζουν την μοίρα κυβερνήσεων, τότε πρέπει να μπει ένα φρένο.


Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές όταν τα κεφάλαια για τα οποία γίνεται λόγος προκύπτουν από χρήμα που έχει δημιουργηθεί τεχνητά και κινείται ταχύτατα και διασυνοριακά. Για να το θέσω λίγο διαφορετικά, η ουρά τελικά κουνάει τον σκύλο. Αυτοί οι συλλογισμοί προκύπτουν από δύο πηγές.

Η πρώτη αφορά τη συζήτηση που διεξάγεται στα ΜΜΕ για την πιθανότητα υποβάθμισης των αμερικανικών ομολόγων από τους οίκους αξιολόγησης. Η άμεση αντίδρασή μου ήταν: Μα πως είναι δυνατόν αυτοί οι οίκοι, των οποίων η απόδοση μέχρι τη χρηματοοικονομική κρίση ήταν ανεκδιήγητη, απειλούν την θεσμικά ορισμένη κυβέρνηση των ΗΠΑ;

Εντάξει: αυτοί οι οίκοι δεν διατυπώνουν άμεσες απειλές. Τα πορίσματά τους παρουσιάζονται ως επενδυτικές συμβουλές. Οι συζητήσεις, όμως, για το τι ενδεχομένως να πράξουν τις μετατρέπει σε απειλές.

Θυμάμαι τον Τζέιμς Κάρβιλ, πολιτικό σύμβουλο του πρώην προέδρου Μπιλ Κλίντον, ο οποίος παρατήρησε: «Νόμιζα ότι, εάν υπήρχε μετεμψύχωση, θα ήθελα να επιστρέψω ως Πρόεδρος ή Πάπας ή αστέρας του μπέιζμπολ. Τώρα, όμως, θέλω να γυρίσω ως αγορά ομολόγων. Μπορείς να εκφοβίσεις τους πάντες έτσι».

Η δεύτερη αφορά μία πρόσφατη έκθεση στην «Ανοικοδόμηση μέσω Ανάπτυξης» του νομπελίστα οικονομολόγου Αμάρτια Σεν. Ένα από τα βασικά ερωτήματα που έχει θέσει ο κ. Σεν είναι εάν η ευρωπαϊκή ηγεσία θα πρέπει να προκύπτει από «δημοκρατικά εκλεγμένους ηγέτες ή από τους χρηματοοικονομικούς οργανισμούς και τους οίκους αξιολόγησης, καθώς οι τελευταίοι φαίνεται πως κυριαρχούν στο ευρωπαϊκό πολιτικό τερέν με απόλυτη ελευθερία».

Υποστηρίζει επίσης ότι οι ευρωπαϊκές πολιτικές ως προς την αντιμετώπιση των μεγάλων ελλειμμάτων του δημοσίου τομέα αποδέχονται χαμηλότερο ρυθμό ανάπτυξης ως «μία αναπόφευκτη φυσική διαδικασία αντί ως αποκλειστικό αποτέλεσμα τις δικής τους περιοριστικής πολιτικής».

Δεν θα χειριστώ, όπως ο Αμάρτια Σεν, τη δημοκρατία ως ύψιστο αγαθό, κυρίως επειδή η δημοκρατία ερμηνεύεται συχνά ως απλή πλειοψηφία ψήφων και επειδή μεγάλος αριθμός εγκλημάτων έχει γίνει στο όνομα της δημοκρατίας. Θα προτιμούσα μία πιο ανώδυνη έκφραση όπως η θεσμικά ορισμένη κυβέρνηση.

Και θα προσέθετα ότι η διαρκής ανάπτυξη, όπως είχε παρατηρήσει και ο Άνταμ Σμιθ, προκύπτει από τις προσπάθειες πολλών ανθρώπων για την βελτίωση της θέσης τους. Αυτό που έχει κατά νου ο Αμάρτια Σεν είναι η βραχυ-μεσο-πρόθεσμη πτωτική πίεση στην παραγωγή και την απασχόληση που δημιουργείται από την περιοριστική δημοσιονομική και νομισματική πολιτική, που όμως, μπορεί τελικά να έχει και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις. Δεν υπάρχει, όμως, κανένας λόγος να αμφισβητηθεί το βασικό του επιχείρημα.

Ένα από τα πρώτα και καλύτερα βιβλία για την Πηγή των Χρηματοοικονομικών Κρίσεων, του Τζορτζ Κούπερ, του χρηματοοικονομικού αναλυτή που έχει και επιστημονικό υπόβαθρο, παρουσιάστηκε το φθινόπωρο του 2008 και παραδέχεται την επιχειρηματολογία για μία ελεύθερα ανταγωνιστική αγορά στα καταναλωτικά προϊόντα, εξηγώντας όμως γιατί οι αγορές κεφαλαίων είναι ιδιαίτερα ευάλωτες σε μεγάλες ανόδους και κάθετες πτώσεις.

Δύο χρόνια αργότερα, ο Μάτ Ρίντλεϊ, ο οποίος ήταν μη εκτελεστικός πρόεδρος της Northern Rock όταν η τράπεζα έπρεπε να διασωθεί από την κυβέρνηση, έγραψε στο σχόλιο «Ο Ορθολογιστής Αισιόδοξος» πως βάσει της εμπειρίας του είναι πλέον «δύσπιστος ως τις αγορές κεφαλαίων» αν και είναι με πάθος υπέρ των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών.

Θα μπορούσε κάποιος να πάει ακόμη παλαιότερα. Ο Ρούντολφ Χίλφερντινγκ, ο γερμανόφωνος νεο-μαρξιστής, στις αρχές του 20ου αιώνα, που ενόχλησε πολλούς ομοϊδεάτες του αρνούμενος να συμφωνήσει ότι ο καπιταλισμός θα καταρρεύσει.

Όμως, στο βιβλίο του Finanzkapital, το 1910, ήταν ένας από τους πρώτους που παρατήρησαν την αλλαγή στην φύση του συστήματος. Υποστήριξε ότι οι χρηματοοικονομικές δυνάμεις καθοδηγούσαν την δημιουργία μίας βιομηχανίας από καρτέλ. Δεν έζησε αρκετά ώστε να δει πως τώρα απειλούν ακόμη και τις κυβερνήσεις.

Δεν έχω να προτείνω κάποιο συγκεκριμένο πρόγραμμα για το θέμα. Δεν πιστεύω ότι η λύση είναι στην διεκδίκηση μεγαλύτερης εποπτείας των τραπεζών, ή στον αποκαλούμενο φόρο Τόμπιν ή σε οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα αφορά τον χρηματοοικονομικό κλάδο.

Θα πρέπει μάλλον να αναγνωρίσουμε, σε κάθε επίπεδο της διαδικασίας λήψης αποφάσεων, ότι η ελεύθερη διακίνηση τεχνητά δημιουργημένου ηλεκτρονικού χρήματος ανά τον κόσμο, δεν συμβαδίζει με την ελεύθερη διακίνηση προϊόντων και υπηρεσιών, πόσο μάλλον με τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα και πως το θέμα δεν αφορά μόνο τις αναπτυσσόμενες, αλλά και τις ανεπτυγμένες οικονομίες.

* Ο Samuel Brittan είναι ένας από τους πλέον γνωστούς οικονομικούς σχολιαστές της Βρετανίας, που έχει διατελέσει και σύμβουλος του βρετανικού υπουργείου Οικονομικών Σχέσεων


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου